Κάθε πρώτη του μήνα ένα νέο ποίημα.
20. (01.11.2024)
Θα ‘θελα φωνάζοντας
μια ουτοπία
θα ‘θελα αρπάζοντας
μια ευκαιρία
Θα ‘θελα ανοίγοντας
μια χαραμάδα
να μπει το φως γλυκά
σαν μυστική αχνάδα
Θα ‘θελα ταξιδεύοντας
σε ξένα μέρη
να βρω μιαν άνοιξη
που πάντα υποφέρει
Θα ‘θελα ανασαίνοντας
να βρω τη λύση
μια αλήθεια αθόρυβη
που θα με νικήσει
Θα 'θελα χορεύοντας
στην καταιγίδα
να βρω μια σπίθα φως
να γίνει ελπίδα
Θα 'θελα ανατέλλοντας
σαν μια πορεία
να φτάσω ως το χτες
να βρω ουσία
Θα 'θελα μιλώντας
με τη σιωπή μου
να γράψω έναν σκοπό
για την ψυχή μου
19. (01.10.2024)
Το είχα γράψει στις 12.03.1995
Η αυγή ξημερώνει,
αλλά ο ήλιος αργεί να φανεί,
στα κεραμίδια του σπιτιού μου.
Ο ήχος των σταγόνων της βροχής,
συνοδεύει την απουσία του,
σαν να θέλει να κρατήσει κρυφή
τη βροχή, να μην αποκαλύψει το πρωινό.
Η ατμόσφαιρα είναι πλέον ψυχρή,
το πρόσωπό μου το αισθάνεται,
κι όμως, αυτή η αίσθηση μου αρέσει.
Ο άνεμος ξεκινά να φυσά,
τα παράθυρα τρίζουν,
η ψυχή μου νιώθει βαριά
και το στήθος μου σφίγγει.
Ανοίγω το στόμα να φωνάξω,
αλλά οι λέξεις παγιδεύονται στο λάρυγγά μου,
ή μήπως δεν ακούω τίποτα;
Γύρω μου, τα δέντρα στέκονται ακίνητα,
ακόμα κι αυτά με άφησαν μόνο.
η βροχή δεν έχει πάψει,
Οι πρώτες σταγόνες ανεμίζουν στον αέρα,
και εγώ νιώθω την απόγνωση να με κυριεύει.
Η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα,
σαν να θέλει να διαλύσει το στήθος μου,
και εγώ κοιτάζω γύρω μου,
με τα μάτια κλειστά,
ακούγοντας μόνο την βροχή,
η μυρωδιά της,
σάπια δυσοσμία παντού που με ηρεμεί,
και με γεμίζει ανακούφιση.
Σε αυτό το σκοτεινό περιβάλλον,
τα δέντρα είναι όλα υπνωτισμένα από τον άνεμο,
και εγώ, καθισμένος εδώ,
κοιτώντας το μακρινό ορίζοντα,
νιώθω μια σταθερότητα,
μια εσωτερική ειρήνη,
ο ήχος της βροχής, με ηρεμεί,
και με γεμίζει με ανακούφιση.
18. (01.09.2024)
Ολόγιομο φεγγάρι, φλόγα στον ουρανό,
ο ήλιος κρύφτηκε σε βαθιά σπηλιά.
Σταλαχτίτες κεντούν μελωδίες φωτός,
μια νύχτα χωρίς άστρα, μόνη κι αδάμαστη.
Κραυγές ζώων ξυπνούν το σκοτάδι,
το κύμα ψιθυρίζει στο λευκό μάρμαρο.
Δάκρυα κυλούν, σκαλίζουν τα βήματά σου,
κι οι αναστεναγμοί, σαν πουλιά, φεύγουν στα σύννεφα.
Τα χάδια σου με φωνάζουν,
τρέχουν σαν άνεμοι στις χρυσές θίνες.
Πεταλούδες πλέκουν τα φτερά τους,
κι ο έρωτας σιγοτραγουδά, αγκαλιά με τον άνεμο.
17. (01.08.2024)
Σου δίνω
Μου δίνεις
Ό,τι μπορώ να σου δώσω
Ό,τι δεν μπορείς να μου πάρεις
Θέλω
Δε θέλεις
Δεν μπορώ
Μπορείς
Κλαίω με αναφιλητά
Με κοιτάζεις
Σε κοιτάζω
Δάκρυσε το μάρμαρο
16. (01.07.2024)
Πνοή της άνοιξης βροντά
ζεστή φωνή για να κρατά
Το φως της αυγής που τραγουδά
τα πέρατα του κόσμου αψηφά
Σκορπά τα φύλλα της ψυχής
χορεύουν στις νότες της ζωής
Στον άνεμο τον δυνατό
καθώς ορμά απ’ το βουνό
Τραγούδι όμορφο του ποταμού
φωνή γλυκιά ενός αετού
τη φύση θέλεις να γευτείς
Σαν τροβαδούρος εποχής
15. (01.06.2024)
Πόλη των Φράγκων ξακουστή
Ίχνη των Ρωμαίων
Μνήμες αρχαίες κρύβεις
Στα στενά σου μονοπάτια
Συναντήθηκαν Ρωμαίοι και Κέλτες
Στους λόφους σου, στα παλάτια
Μες στα περασμένα σου χρόνια
κρατάς την ιστορία ζωντανή
Ανάμεσα στους αρχαίους σου πύργους
Τα μυστικά σου κρύβεις, πόλη των Φράγκων
Και η ψυχή σου, ομορφιά αιώνια
Γράφεις στις καρδιές μας και στη μνήμη.
Το είχα γράψει όταν πήγαινα σχολείο ή μπορεί και όταν το είχα τελειώσει. Δεν έχω σημειώσει την ημερομηνία. Φυσικά αναφέρομαι στη Φραγκφούρτη.
14. (01.05.2024)
Σκέψεις…
ρηχές…
Όσο βαθιές κι αν είναι
στάζουν νερό
Τις εξατμίζει η ζέστη
Η βροχή τις φέρνει πίσω
Ίσως αλλιώτικες
αλλά πάλι ρηχές
Σιωπές…
ατέλειωτες…
Όσο γλυκές κι αν είναι
Σπάνε οι φωνές
Τις σπάει ο χρόνος
Η μουσική τις φέρνει πίσω
Μελωδίες νέες
αλλά πάλι σιωπές
13. (01.04.2024)
Τα μάτια πετούν φωτιές
Η ψυχή φουσκώνει από θέληση
Άμμος‧ θάλασσα‧ θυμάρι
λίγο‧ τόσο όσο
Γιατί η Ελλάδα συμβολίζει την ποιότητα
Πολύ
άλλη η έννοια της ποσότητας
12. (01.03.2024)
Πιασμένοι χέρι - χέρι
με μια φωνή
κραυγή αγάπης
11. (01.02.2024)
Ο ήλιος στα μάτια σου
το φως της ψυχής σου
10. (01.01.2024)
Τύμπανα πολέμου ηχούν
Από ποιον για ποιον;
Δεν ξέρει κανείς
Αν μάθουν…
κάποιοι, κάποτε…
09.
Έμπνευση δεν υπάρχει
Δεν υπήρξε ποτέ
Τότε τι είναι αυτό;
Λάμπα;
Κοκόρια που λαλούν;
ή μήπως λύκοι που αλυχτάνε;
Πάλι κραυγές και πάντα κραυγές
Φωνές και ήχοι
Παραστάσεις!
Όλα μαζί μπουρδουκλωμένα!
Είναι έμπνευση αυτό;
Και αυτή θέλει οπωσδήποτε πολλή οργάνωση!
Αλλιώς;
Βράσ’ τα!
08.
Γράφω και σκίζω
Για σένα και για μένα
Ποιος διαβάζει;
Εσύ και εγώ!
Γι’ αρχή…
07.
Πόσες νύχτες χωρίς όνειρα
Τόσες μέρες με σκέψεις
Τα πρέπει πολλά
Τα δήθεν περισσότερα
Η τέχνη μία
Η ποιότητα ρηχή
Εγώ;
06.
Μου δίνεις το χαμόγελο
Μου κλέβεις την ψυχή
05.
Γελάς, γελάω
Κλαις, προσπαθώ να κλάψω
πυξ λαξ
έχεις δίκιο
βάρα αντέχω
04.
Κάτι σου παίρνει
κάτι άλλο σου δίνει
έτσι είναι η ζωή
Σίγα σιγά πέφτεις
κι όμως συνεχίζεις να σηκώνεσαι
Η δύναμη μέσα σου
αναγεννάτε από την πτώση
Τα όνειρα σου σπάνε
μα η ελπίδα δεν χάνεται
σαν φως στο τέλος του δρόμου
η ανανέωση έρχεται με την αυγή
Ο χρόνος περνά
και μαζί του φεύγουν οι προσδοκίες
αλλά από κάθε τέλος
ξεκινά μια νέα αρχή
Κλείνεις τα μάτια
κι ανοίγεις την καρδιά
ανακαλύπτεις ότι η πραγματική δύναμη
κρύβεται μέσα στην αναγέννηση
Κάθε τέλος είναι μια αφετηρία
Κάθε απώλεια μια ευκαιρία
Στα περιστατικά της ζωής
ανακαλύπτουμε την πραγματική μας δύναμη
03.
Κραυγή ή ουρλιαχτό
Παράπονο ή φόβος
Πόνος ή εξάντληση
Ποιος ακούει και ποιος φωνάζει
Φωνάζοντας ή κραυγάζοντας
Ποιος μπορεί να ξεχωρίσει;
Ήχος συνεχόμενος χωρίς κενό
Κραυγή, ουρλιαχτό, παράπονο, φόβος, πόνος, εξάντληση
Ένα μείγμα
Μια αιτία
Ένας άνθρωπος
Μόνο ένας;
Συνεχόμενος χωρίς κενά
02.
Ας πούμε…
και το λέμε συχνά
τόσο πολύ που ούτε εμείς το πιστεύουμε
Απλώς το λέμε…
01.
Τρέχω γρήγορα, σαν ανεμοστρόβιλος που ορμά,
Τρέχω, τρέχω, τρέχω, στο χρόνο που κυλά.
Έστω περπατάω γρήγορα, με βήματα αποφασιστικά,
Νοητικά πάντα, σε μια σκοτεινή ομίχλη ασταμάτητη.
Τρέχω να ξεφύγω από το χάος, τον ατέλειωτο πόνο,
Από τι; γιατί; Κακές ειδήσεις, ο πόνος του κόσμου.
Πού είναι ένα καλό νέο; Η ειδησεογραφία χορεύει,
Δεκανίκι της κακής είδησης, σε χορό ανελέητο.
Τρέχω και τελικά βουλιάζω, στον ωκεανό της ανασφάλειας,
Στη λήθη της ομορφιάς, των ονείρων που θάβονται.
Ο βούρκος έφτασε στα γόνατα, ένα τέλος στην αντίσταση,
Έμεινα στάσιμος, μια αγκαλιά στην αδιέξοδη στρατηγική.
Αυτό κι αν είναι άσχημο νέο, ο κόσμος σταματά,
Αυτός είναι εν’ τέλει ο άνθρωπος, ένα προϊόν του χάους.
Μια στάσιμη μορφή κολλημένη στο κακό, στο σκοτάδι,
Τι φταίει η ειδησεογραφία; Ο άνθρωπος είναι υπαίτιος.
Πρέπει ν’ αλλάξει, ν’ αρχίσει να τρέχει πάλι,
Γι’ αρχή στο μυαλό, έστω… τρέχοντας ξανά και ξανά...