ΑΛΕΞΑΝΔΡoΣ ΙΒΑΝΙΔΗΣ
Συγγραφέας  


162.

Παίζουν ποδόσφαιρο δύο ομάδες. Μια επαγγελματική με μια ερασιτεχνική. Μέσα σε είκοσι λεπτά έχει βάλει τέσσερα γκολ η επαγγελματική και ξαφνικά κερδίζει ένα φάουλ έξω από τη μεγάλη περιοχή. Ο τερματοφύλακας της ερασιτεχνικής στείνει το τοίχος και οι συμπαίκτες του στέκονται κοιτώντας προς το τέρμα.
– Ρε ‘σεις τι κάνετε; Γυρίστε από την άλλη μεριά.
– Τι λε ρε! Και να χάσουμε τέτοια γκολάρα;


161.

Πάει κάποιος σ’ ένα περιπλανώμενο παγωτατζή.
– Μου βάζετε δυο μπάλες βανίλια σας παρακαλώ.
– Αμέσως. Τι θέλετε να βάλω από πάνω;
– Είναι δωρεάν;
– Φυσικά κύριε.
– Ε, τότε βάλτε μου άλλες δυο μπάλες.


160.

Σταματάει ένα αυτοκίνητο η αστυνομία που μόλις πριν από λίγο είχε περάσει με κόκκινο.
– Το κόκκινο κύριε δεν το είδατε;
– Το κόκκινο το είδα. Εσάς δεν είδα.


159.

Ρώτησαν κάποτε έναν διακεκριμένο καθηγητή πανεπιστημίου παγκοσμίου φήμης εάν τον ενοχλεί όταν οι ακροατές των σεμιναρίων και διαλέξεών του κοιτούν το ρολόι τους.
– Όχι βέβαια, αλλά μ’ ενοχλεί όταν το βάζουν στο αυτί τους για να βεβαιωθούν ότι δεν σταμάτησε να δουλεύει.


158.

– Να κεράσω ένα ποτάκι; Λέει ένας τύπος σε μια κοπέλα που κάθεται μόνη της σ’ ένα μπαρ.
– Όχι, ευχαριστώ έχω πιεί ήδη ένα.
– Ένα; Ε, τι είναι μόνο ένα ποτό;
– Για μένα είναι αρκετό! Παραπάνω ποτό με πειράζει στα πόδια.
– Σου τα πρήζει:
– Όχι, μου τ’ ανοίγει!


157.

Ένας Σκωτσέζος συναντάει έναν φίλο του Εγγλέζο σ’ ένα προποτζίδικο του Λονδίνου.
– Τι κάνεις φίλε μου; Τον ρωτάει.
– Ήρθα να παίξω Λόττο.  Η τύχη θέλει κυνήγημα. Και εσύ το ίδιο φαντάζομαι!
– Μπααα εγώ δεν πιστεύω στην τύχη. Απλώς μου τελείωσε το στυλό και ήρθα να πάρω καινούργιο!


156.

Μπαίνει ένας τρελός σ’ έξαλλη κατάσταση και πολύ τρομαγμένος στο γραφείο του διευθυντή μιας ψυχιατρικής κλινικής.
– Κύριε διευθυντά, ο νέος τρόφιμος της κλινικής ισχυρίζεται ότι είναι γάτα!
– Δεν πειράζει…δεν είναι και τόσο κακό…με ήρεμη φωνή.
– Τι λέτε τώρα; Εμένα με φωνάζει ποντίκι!


155.

Σε μια σχολή εμποροπλοιάρχων ρωτάει ο καθηγητής έναν φοιτητή.
– Ας υποθέσουμε ότι είστε μόνος σ’ ένα καράβι και πιάνει καταιγίδα. Τι θα κάνετε;
– Θα ρίξω μια άγκυρα.
– Ωραία. Και αν πιάσει δεύτερη;
– Θα ρίξω δεύτερη άγκυρα.
– Κι αν έρθει Τρίτη;
– Θα ρίξω και Τρίτη!
– Εεε…που τις βρήκατε τόσες άγκυρες;
– Εκεί που βρήκατε και εσείς τις τόσες καταιγίδες.


154.

Ένας ταξιδιώτης στο σταθμό των τρένων μπαίνει στο κατάστημα με τα πε-ριοδικά, τις εφημερίδες και τα βιβλία για να χαζέψει και να περάσει η ώρα μέχρι να έρθει το τρένο του. Ο καταστηματάρχης που τον παρατηρεί να περιφέρεται ανάμεσα στα ράφια τον πλησιάζει και τον ρωτά.
– Ψάχνετε κύριε κάτι συγκεκριμένο για το ταξίδι σας;
– Όχι, όταν ταξιδεύω κοιμάμαι.
– Εδώ έχω και καζαμία!


153.

Ένας τύπος σ’ ένα μπαρ πλησιάζει μια πανέμορφη δεσποινίδα και της λέει.
– Είσαι πολύ όμορφη και γοητευτική!
– Τι κρίμα να μην μπορώ να πω και εγώ το ίδιο για σένα!
– Τότε γιατί δεν κάνεις ότι εγώ;
– Δηλαδή;
– Να πεις ψέματα!


152.

– Δε μου λες παιδί μου! Πότε ψήσατε αυτό το κρέας. Λέει με παράπονο ένας πελάτης εστιατορίου στο γκαρσόνι.
– Δεν γνωρίζω κύριε, εγώ δουλεύω εδώ μόνο τρεις μέρες.


151.

Σ’ ένα κατάστημα καπέλων στο κέντρο της Αθήνας μια πελάτισσα δοκιμάζει διάφορα καπέλα. Φοράει μια καπελίνα μ’ ένα φτερό;
– Μου πάει το φτερό; Ρωτάει την πωλήτρια.
– Φυσικά κυρία μου! Σας δείχνει 20 χρόνια νεότερη.
Τότε η πελάτισσα ανοίγοντας τα μάτια και συνεχίζοντας να κοιτιέται στον καθρέφτη λέει:
– Τότε βάλτε μου ακόμα ένα!


150.

Συζητούν δυο φίλες σ’ ένα καφέ.
– Κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα μου συμβαίνουν αλλαγές!
– Αλήθεια; Τι; Με ενθουσιασμό!
– Από large γίνομαι extra-large…


149.

Δυο φίλοι νεαροί δημοσιογράφοι που ξεκίνησαν να εργάζονται σε μια μεγάλης εμβέλειας εφημερίδας συζητούν σ’ ένα καφέ.
– Καλή μας αρχή. Ένας μέσος δημοσιογράφος πληρώνεται με 100 € τη γραμμή.
Ένας κύριος που κάθεται στο διπλανό τραπεζάκι επεμβαίνει αμέσως.
– Σιγά την αμοιβή για μια γραμμή! Γελώντας. Εγώ για κάθε γραμμή παίρνω μισό εκατομμύριο.
– Μισό εκατομμύριο; Ειρωνικά. Καλά ποιος είσαι;
– Ο εργολάβος σιδηροδρόμων!


148.

Μια γιαγιά βλέπει στον δρόμο μερικά παιδιά να στέκονται γύρω από ένα μικρό σκυλάκι και να συζητούν. Τα πλησιάζει ρωτώντας τι κάνουν.
– Λέμε ψέματα, λένε με μια φωνή. Όποιος πει το μεγαλύτερο θα πάρει τον σκύλο.
– Ντροπή σας παιδιά! Εγώ όταν ήμουν στην ηλικία σας δεν έλεγα ποτέ ψέμα-τα.
Τότε ένας πιτσιρίκος πετάγεται και λέει.
– Δώστε στην κυρία τον σκύλο!


147.

Στην κεντρική πλατεία λίγο προτού ξεκινήσει η τελευταία διαδρομή του λεωφορείου βλέπει ο οδηγός έναν πιτσιρικά να κάθεται στο παγκάκι της στάσης και να κλαίει. Ανοίγει την πόρτα και τον ρωτάει τι συμβαίνει.
– Είχα 5 ευρώ και τα έχασα και τώρα πρέπει να πάω σπίτι με τα πόδια.
Ο οδηγός τον ρωτάει που μένει και αφού του λέει ότι είναι 12 στάσεις μακριά του απαντά χαμογελαστός ν’ ανέβει πάνω. Το λεωφορείο ξεκινά αλλά ο μικρός συνεχίζει να κλαίει.
– Τι έγινε πάλι;
– Τα ρέστα;


146.

Δυο φιλενάδες σ’ ένα καφέ.
– Έχω ξεκινήσει αλκαλική δίαιτα!
– Μπαααα, υπάρχει τέτοια δίαιτα; Τι τρως; Μπαταρίες;


145.

Ένας σιδεράς παίρνει έναν μικρό για βοηθό.

– Άκουσε μικρέ! Σε χρειάζομαι για να χρησιμοποιείς το σφυρί. Έτσι θα με βοηθήσεις να τελειώνω πιο γρήγορα τη δουλειά μου.

– Θα προσπαθήσω, αφεντικό.

– Εύκολο είναι. Πιάσε το σφυρί!

Οκ!

– Κοίτα: πιάνω την τσιμπίδα, βγάζω το πυρωμένο σίδερο από τη φωτιά και το στερεώνω στο αμόνι. Εσύ κρατάς γερά το σφυρί και όταν σου κάνω σινιάλο με το κεφάλι, βάρα το!

Ο σιδεράς έμεινε ένα χρόνο στο νοσοκομείο με κάταγμα στο κεφάλι…

 


144.

Σ’ ένα ξενοδοχείο σ’ ένα θέρετρο της Μεσογείου στέκεται ένα μικρό αγοράκι μπροστά στο καντράν του ασανσέρ και βοηθάει τους επισκέπτες στην επιλογή του ορόφου τους. Μια ηλικιωμένη τουρίστρια τον ρωτά πώς τον λένε.

– Ώστε ονομάζεσαι Θωμάς Έντισον.

– Μάλιστα κυρία! Απαντά υπομονετικά για δέκατη φορά ο μικρός.

– Φαντάζομαι πως θέλεις να του μοιάσεις!

– Ποιόν;

– Τον Θωμά Έντισον!

Μα, αφού σας είπα ότι εγώ είμαι ο Θωμάς Έντισον!

 


143.

Στην κεντρική πλατεία λίγο προτού ξεκινήσει η τελευταία διαδρομή του λεωφορείου βλέπει ο οδηγός έναν πιτσιρικά να κάθεται στο παγκάκι της στάσης και να κλαίει. Ανοίγει την πόρτα και τον ρωτάει τι συμβαίνει.

– Είχα 5 ευρώ και τα έχασα και τώρα πρέπει να πάω σπίτι με τα πόδια.

Ο οδηγός τον ρωτάει που μένει και αφού του λέει ότι είναι 12 στάσεις μακριά του απαντά χαμογελαστός ν’ ανέβει πάνω. Το λεωφορείο ξεκινά αλλά ο μικρός συνεχίζει να κλαίει.

– Τι έγινε πάλι;

– Τα ρέστα;

 


142.

– Άσε ρε φίλε, συναχώθηκα… κοιμήθηκα ξεσκέπαστος…

– Ξεσκέπαστος; Αρκούδα είσαι;


141.

– Χρωστάς έξι νοίκια! Σήκω και φύγε!

– Να φύγω δίχως να πληρώσω; Ποτέ! Είναι ζήτημα τιμής!


140.

Σ’ ένα κουρείο.

– Πως να σας κουρέψω;

– Με χωρίς κουβέντες.


139.

Δυο φίλοι συζητούν.

– Άσε φίλε. Χθες συνάντησα τη γυναίκα της ζωής μου.

– Και; Με πολύ ενθουσιασμό!

– Πήγαινε σινεμά μ’ έναν άλλο.


138.

Σ’ ένα φαρμακείο κάποιο πρωινό.

– Μήπως υπάρχει κάποιο φάρμακο που μεγαλώνει τα μαλλιά;

– Βεβαίως κύριε! Θέλετε το μεγάλο ή το μικρό μπουκάλι;

– Νομίζω ότι θα πάρω το μικρό. Πιστεύω πως φτάνει. Δεν θέλω άλλωστε να μεγαλώσουν και πάρα πολύ!

 


137.

Η γιαγιά με το εγγόνι της παρακολουθεί ένα Talent-Show. Ο ένας κριτής λέει στη διαγωνιζόμενη.

– Ήσουν super duper!

– Τι είναι αυτό; ρωτάει η γιαγιά το εγγόνι της.

– Ντάπα ντούπα!

 


136.

Έκτακτη επικαιρότητα!

Μεγάλη εταιρία άλατος έβγαλε την εξής ανακοίνωση:

Όσοι κατουρήσατε φέτος το καλοκαίρι στη θάλασσα θα το βρείτε στο αλάτι σας. Λυπούμαστε!


135.

Συζητούν δυο φίλες.

– Κόπηκα στην εξέταση οδήγησης.

– Γιατί;

– Με ρώτησαν τι βάζω μόλις μπω στο αυτοκίνητο.

– Και τι απάντησες;

– Οικονομόπουλο και κραγιόν!


134.

– Μια μπουγάτσα, μια λουκανόπιτα, μια κιμαδόπιτα, μια πίτσα και έναν φραπέ μέτριο.

– Στο καφέ να βάλω γάλα;

– Όχι, με φουσκώνει.


133.

– Βρε, αδυνάτισες. Πως λέγεται η δίαιτα που κάνεις;

– Απλήρωτος τρεις μήνες.


132.  

Η αρχή και το τέλος ενός ανθρώπου συνοδεύεται πάντα με πάνες μωρού. Γεννιέσαι, πάνα. Λίγο πριν πεθάνεις, πάλι πάνα!


131.  

– Καλώς το αφεντικό! Καλώς το αφεντικό! Φωνάζοντας δυνατά.

– Προς τι ο ενθουσιασμός;

– Δεν είναι ενθουσιασμός. Απλά κρατάω τσίλιες για τους υπόλοιπους!


130.

Νεαρός ψάχνει τα ecstacy χαπάκια που είχε πάνω στο κομοδίνο του και αφού δεν τα βρίσκει, ρωτά τη μητέρα του.

– Ρε, μάνα που είναι οι τσίχλες που είχα αφήσει πάνω στο κομοδίνο μου;

– Άσε τις τσίχλες θα τις βρούμε! Έλα τώρα να βγάλουμε το δράκο απ’ την κουζίνα!


129.

Ένα φτωχό παιδάκι στέλνει γράμμα στον Αγ. Βασίλη. Στα ΕΛΤΑ όμως ανοίγουν το γράμμα και διαβάζουν:

– Είμαστε πολύ φτωχοί. Δεν έχουμε να φάμε και τα ρούχα μας είναι παλιά. Σε παρακαλώ στείλε μας 1.000 € να περάσουμε καλά Χριστούγεννα.

Συγκινημένοι οι υπάλληλοι κάνουν έρανο, μαζεύουν 500 € και τα στέλνουν στη διεύθυνση του φτωχού παιδιού.

Την επόμενη χρονιά ξανά το παιδί γράφει γράμμα, το ανοίγουν ξανά και διαβάζουν:

– Αγ. Βασίλη για τα χρήματα που έστειλες πέρυσι. Αν μου στείλεις και φέτος, σε παρακαλώ να μου τα στείλεις σε τραπεζική επιταγή, γιατί οι κλέφτες στα ΕΛΤΑ μου έφαγαν 500 €.


128.

Δυο αλκοολικοί την ώρα που πίνουν αποφασίζουν να κόψουν το ποτό. Λοιπόν λέει ο ένας στον άλλο:

– Θα παίξουμε ένα παιχνίδι. Θα κρύψω το μπουκάλι με το κρασί πίσω από την πλάτη μου. Αν βρεις σε ποιο χέρι το έχω θα συνεχίσουμε να πίνουμε, αν δεν το βρεις θα κόψουμε το ποτό.

Κρύβει το μπουκάλι πίσω από την πλάτη του στο αριστερό του χέρι και ρωτάει τον άλλο.

– Σε πιο χέρι έχω το μπουκάλι;

Σκέφτεται ο άλλος και του λέει

– Στο αριστερό χέρι το έχεις.

– Συγκεντρώσουου …. Θα κόψουμε το ποτόοοοο….


127.

Ένας επιχειρηματίας της περιοχής μας προσπαθούσε από πολύ καιρό να εισπράξει ένα σημαντικό χρέος από πελάτη του. Όλες όμως οι ικεσίες και οι απειλές του στάθηκαν μάταιες. Στο τέλος, έγραψε μια δακρύβρεχτη επιστολή και την έστειλε στον κακοπληρωτή μαζί με μια φωτογραφία όπου φαίνονται η γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του. Κάτω από την φωτογραφία έγραψε:

"Η αιτία που με κάνει να θέλω επειγόντως τα χρήματα που μου οφείλεις"

Σε λίγες μέρες πήρε απάντηση. Ήταν η φωτογραφία μιας υπέροχης ξανθιάς και εκφραστικής γυναίκας με καμπύλες, που φορούσε μαγιό τάνγκα. Κάτω από την φωτογραφία υπήρχε η φράση:

"Η αιτία που με κάνει να μην μπορώ να σας πληρώσω το χρέος μου."


126.

Κάθε βράδυ ακούγεται ένα ζευγάρι να τσακώνεται. Σπάνε πιάτα και ακούγονται βρισιές. Χτυπούν αντικείμενα και κάποιο απόγευμα ο άντρας χτυπάει την πόρτα και φεύγει. Ένας γείτονας που τα άκουγε όλα πάει στο διαμέρισμα που γινόταν κάθε βράδυ ο καβγάς.

– Να με συγχωράτε αλλά ακούω κάθε μέρα να γίνεται ένας χαμός στο σπίτι σας!

– Με χτυπάει! Δεν τον αντέχω άλλο. Επιτέλους έχω κάποιον που μπορεί να το διαβεβαιώσει. Θα τον μηνύσω! Θα έρθετε στο δικαστήριο έως μάρτυρας;

Ο γείτονας δέχεται να παραστεί ως μάρτυρας και όταν ο δικαστής τον φωνάζει και τον ρωτάει, τι γνωρίζει για την υπόθεση, αυτός λέει.

– Εγώ μόνο άκουσα. Άκουσα ότι τη φερόταν πολύ άσχημα.

– Ότι μόνο ακούσατε αυτό δεν μετράει. Θα έπρεπε να δείτε κιόλας, έστω και κάτι. Πηγαίνετε!

Ο γείτονας καθώς γυρίζει να φύγει, και λίγο προτού βγει από την αίθουσα, αερίζεται πολύ δυνατά! ΠΡΤΣΣΣΣΣ!

Ο δικαστής τον φωνάζει αμέσως πίσω και αυτός επιστρέφει μπροστά στην έδρα.

– Τι είναι αυτό που κάνατε;

– Τι πράγμα;

– Αυτό που άκουσα!!!

– Είδατε τίποτα;

– ΟΧΙ!

– Άρα, δε μετράει!


125.

Πάει κάποιος στον Ληξίαρχο και του ζητάει ν΄ αλλάξει το όνομα του. Ο Ληξίαρχος του λέει:

– Κύριε η αλλαγή ονόματος γίνεται μόνο με εισαγγελική εντολή/άδεια εκτός αν συντρέχουν προφανείς και εύλογοι λόγοι. Τέλος πάντων πείτε μου πώς σας λένε και θα δούμε.

– Ονομάζομαι Γεώργιος Μα**κας.

– Α, τότε συντρέχουν προφανείς λόγοι και δεν χρειάζεται δικαστική άδεια. Πείτε μου το νέο όνομα που θέλετε.

– Γιάννης Μα**κας.


124.

– Γκαρσόν, έχεις βατραχοπόδαρα;

– Όχι κύριε, οι ρευματισμοί μου με κάνουν να περπατάω έτσι.


123.

Ένας οδηγός στον τροχονόμο:

– Μπορώ να παρκάρω εδώ;

– Όχι κύριε, βλέπετε ότι απαγορεύεται.

– Μα, οι άλλοι πως παρκάρουν;

– Αυτοί δε ρωτάνε.


122.

Ένας ιεροκήρυκας φτάνει σ ένα χωριό αγρίων, όπου βλέπει έναν κύριο σε μια γωνιά μ’ ένα ξύλινο χέρι και ένα ξύλινο πόδι. Πλησιάζει και λέει στον αρχηγό της φυλής:

– Αυτό είναι καταπληκτικό! Πόσο περιποιηθήκατε τον πληγωμένο λευκό. Και εγώ που σας πέρασα για Κανίβαλους! Πάντως πρέπει να τον αγαπάτε πολύ, έτσι;

– Μα, φυσικά, παραδέχεται ο άγριος φύλαρχος. Τόσο πολύ, που τον τρώμε λίγο-λίγο.


121.

– Έχω γλώσσα μοσχαρίσια, χοιρινό κεφάλι, συκώτι αρνίσιο..

– Δεν ήρθα για ακούσω τα προβλήματά σου. Φέρε μου τον κατάλογο να παραγγείλω!


120.

Η κυρία στον φούρναρη:

– Είμαι τόσο νευριασμένη μαζί σας, το ψωμί που μου δώσατε χθες ήταν μπαγιάτικο.

– Μα, τι λέτε κυρία μου, εμείς φτιάχνουμε ψωμί εδώ και 20 χρόνια!

– Ναι, αλλά το πουλάτε τώρα!


119.

Σε μια πλατεία υπάρχουν και στις 4 γωνίες περίπτερα. Κάθε πρωί βλέπει ο ένας περιπτεράς έναν τύπο να γυρίζει σε όλα ανακατεύοντας μόνο τις τσίχλες. Κάποια μέρα αποφασίζει να του μιλήσει.

– Τι ψάχνεις, ρε, φίλε;

– Κάνω έρευνα αγοράς!


118.

– Πολύ ακριβές αυτές οι κρεμάστρες, λέει η κυρία στον υπάλληλο του καταστήματος. Μήπως έχετε άλλες φτηνότερες; Πολύ πιο φθηνές;

– Να σας δώσω ένα καρφί, κυρία;


117.

– Τι ώρα είναι;

– 9 και τέταρτο..

– Πωω, ρε, φίλε.. πότε πήγε 9;

– Πριν ένα τέταρτο.


116.

Ένας πελάτης παραπονιέται στον σερβιτόρο.

– Γκαρσόν στη σούπα μου υπάρχουν τρεις τρίχες!

– Γιατί, πόσες παραγγείλατε;


115.

– Από τότε που άρχισα να παίζω στο χρηματιστήριο, τα βράδια κοιμάμαι σαν μωρό παιδί!

– Έλα, ρε!

– Σοβαρά σου μιλάω!

– Και γιατί αυτό;

– Κάθε μία ώρα ξυπνάω και κλαίω!


114.

Ο νέος Σιδηροδρομικός Υπάλληλος φιλοδοξεί να γίνει σταθμάρχης. Υποβάλλει αίτηση στην υπηρεσία του λοιπόν και τον καλούν για εξέταση:

– Εάν έρχονται δύο τρένα από αντίθετες κατευθύνσεις, τι θα κάνουμε για να προλάβουμε τη σύγκρουση;

– Θα σηκώσω τη σημαία! Λέει εκείνος.

– Κι αν δεν έχεις σημαία; Τον ξαναρωτούν.

– Θα βγάλω το πουκάμισό μου και θα δώσω σήμα με αυτό, απαντά με ψυχραιμία εκείνος.

– Κι αν έχει ομίχλη; Επιμένει ο εξεταστής.

– Θα ανάψω φωτιά, απαντά εκείνος.

– Κι αν βρέχει και δεν μπορείς να ανάψεις φωτιά; Ξαναρωτά ο εξεταστής.

– Τότε θα τρέξω στον καλύτερό μου συνάδελφο και φίλο και θα του πω:

"Φίλε κάλεσε την αστυνομία και ανέφερε μια σφοδρή σύγκρουση τρένων!".


113.

Ήταν δυο φίλοι και συζητούσαν για τα ερωτικά τους:

– Ρε, φίλε βλέπω την Ελένη χτυπά η καρδιά μου. Βλέπω τη Σοφία και κάνει τικτακ, βλέπω τη Μαρία και κάνει τικτακ! Βλέπω και αγόρια και κάνει η καρδιά μου τικτακ ξανά!

– Ρε, συ, μην είσαι χαζός... Απλά έχεις ταχυπαλμία... Τσέκαρες την πίεσή σου;


112.

Ένα βράδυ ένας τύπος πηγαίνει βόλτα με το αυτοκίνητό του και ένας αστυνομικός του κάνει σήμα να σταματήσει.

– Καλησπέρα σας, έχετε πιεί;

– Όχι,... σε σας παραγγέλνω;


111.

Μια φορά σε ένα μπαρ καθόταν ένας αδύνατος κύριος και κοιτούσε με μανία το ποτό του. Σε μια στιγμή έρχεται ένας μεγαλόσωμος κύριος, του παίρνει το ποτό του και το πίνει μονορούφι τότε ο άλλος βάζει τα κλάματα. Ο μεγαλόσωμος κύριος του λέει:

– Καλά, ρε, φίλε μην κάνεις έτσι, θα σου πάρω άλλο.

– Όχι, δεν φταις εσύ, λέει ο αδύνατος κύριος, και συνεχίζει:

– Σήμερα είναι η πιο άσχημή μου μέρα. Το πρωί άργησα να σηκωθώ, έχασα ένα σημαντικό ραντεβού στη δουλειά και ο διευθυντής μου με απέλυσε. Βγαίνω έξω, μου έχουν κλέψει το αυτοκίνητο. Παίρνω ένα ταξί και ξεχνάω μέσα το πορτοφόλι μου. Γυρνάω σπίτι και βλέπω τη γυναίκα μου αγκαλιά με τον υδραυλικό. Και ενώ δεν έφταναν όλα αυτά, ενώ σκόπευα να βάλω ένα τέλος στη ζωή μου έρχεσαι κι εσύ και μου πίνεις το δηλητήριο!


110.

Ο τεχνίτης που χειριζόταν τον οδοστρωτήρα έκανε μια λανθασμένη ενέργεια και πάτησε ένα συνάδερφό του.

Έτσι αναγκάζεται να πάει αυτός να αναγγείλει στη χήρα το ατύχημα.

Πηγαίνει στο σπίτι, βρίσκει τη χήρα και της λέει:

– Ο άντρας σου, κυρία, ήταν ένας κοντός και χοντρός;

– Μάλιστα, αλλά γιατί; Τι συμβαίνει;

– Γιατί τώρα έγινε μακρύς και αδύνατος.


109.

Σ’ ένα μπαρ στον 30ό όροφο ενός ουρανοξύστη καθόντουσαν και τα πιναν 2 τύποι. Ξαφνικά, γυρνάει ο ένας και λέει στον άλλο:

– Ρε φίλε, βάζουμε στοίχημα 20.000 ότι τώρα όπως είμαστε, μπορώ να ανοίξω το παράθυρο, να βγω έξω και ο αέρας να είναι τόσο δυνατός ώστε να αποτρέψει το πέσιμό μου;

– Μέσα, λέει ο άλλος απορώντας.

Πράγματι, ανοίγει το παράθυρο ο πρώτος, βγαίνει έξω, στέκεται στον αέρα και ξαναμπαίνει μέσα εισπράττοντας τα 20 χιλιάρικα από τον έκπληκτο θαμώνα. "Αφού το έκανε αυτός, τότε μπορώ να το κάνω και εγώ" σκέφτεται ο δεύτερος.

– Έϊ φίλε, πάμε στοίχημα 40.000 ότι μπορώ να κάνω το ίδιο!

– Μέσα, λέει ο πρώτος.

Σίγουρος για τον εαυτό του ο δεύτερος ανοίγει το παράθυρο και βγαίνει έξω πέφτοντας 30 πατώματα προς το θάνατό του. Τότε γυρνάει ο μπάρμαν στον πρώτο τύπο και του λέει:

– Α, ρε, Souperman, τι κακός που είσαι όταν είσαι μεθυσμένος!


108.

– Κοπελιά τι είναι αυτό που έχει 6 μάτια, 8 πόδια και 2 κεραίες;

– Δεν ξέρω.

– Ούτε εγώ αλλά περπατάει τώρα πάνω σου!


107.

Μια πανέμορφη και πλούσια κυρία νοικιάζει δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο σ’ ένα παραδεισένιο νησί. Ο άντρας της θα την επισκεπτόταν την άλλη εβδομάδα! Κάθε μέρα ανέβαινε στην ταράτσα του ξενοδοχείο και έκανε ηλιοθεραπεία. Κάποια μέρα σκέφτηκε ότι αφού δεν τη βλέπει κανείς, μπορεί να κάνει γυμνή ηλιοθεραπεία. Βγάζει το μαγιό της και ξαπλώνει στην ξαπλώστρα. Μετά από λίγα λεπτά ακούει τα τρεχαλητά ενός υπαλλήλου του ξενοδοχείου να την πλησιάζει. Βάζει βιαστικά την πετσέτα και μόλις φτάνει κοντά της, τής λέει:

– Κυρία μου, γιατί κάνετε γυμνή ηλιοθεραπεία.

– Μα, γιατί; Εδώ πάνω δε με βλέπει κανείς!

– Ναι, αλλά είστε πάνω στη γυάλινη οροφή της τραπεζαρίας!


106.

Κάποιον τον δάγκωσε λυσσασμένο σκυλί και πάει να τον δει ένας φίλος του στο νοσοκομείο. Τον βλέπει να γράφει με μανία.

– Ξέρεις, του λέει ο φίλος, η λύσσα θεραπεύεται, άρα δεν υπάρχει λόγος να γράφεις τη διαθήκη σου.

– Διαθήκη; Ποια διαθήκη; απορεί ο δαγκωμένος. Ένα κατάλογο φτιάχνω με αυτούς που θα... δαγκώσω.


105.

– Ρε, συ, έκανες κοιλίτσα!

– Μπα, δεν είναι κοιλίτσα. Αφηρημάδα είναι. Για κοίτα τώρα που ρουφιέμαι!


104.

Η Μαρία δεν είναι καθόλου καλή στην αριθμητική. Η γιαγιά της προσπαθεί να τη μάθει με διάφορα παραδείγματα.

– Κοίτα, Μαρία μου, δεν είναι καθόλου δύσκολο. Ας πούμε πώς εσύ είσαι ο μανάβης και εγώ έρχομαι να ψωνίσω. Αγοράζω λοιπόν ένα κιλό πατάτες με 10 δραχμές και ένα κιλό ζάχαρη με 20 δραχμές. Πόσα σου χρωστάω;

– Α, δεν πειράζει, λέει η Μαρία, μου τα πληρώνεις αύριο.


103.

Κάποιος μαθαίνει ότι άνοιξε ένας καταπληκτικός οίκος ανοχής, πολυτελέστατος και άριστα οργανωμένος, καθαρός κλπ. κλπ. Αποφασίζει να τον επισκεφτεί... Χτυπάει το κουδούνι και του ανοίγει μια ώριμη κομψή κυρία:

-Καλώς τον. Πληρώνετε σε μένα 10,000 και ανάλογα με το τί θέλετε παρακαλώ ακολουθήστε τις πινακίδες:

Βλέπει αυτός απέναντι 2 πόρτες ( πώς λες 2 πόρτες έχει η ζωή;)...Στη μια γράφει: <<Μελαχρινές>> και στην άλλη <<Ξανθιές>>. Προτιμάει τις ξανθιές. Μπαίνει από αυτή την πόρτα και βλέπει δυο άλλες πόρτες: <<Ξανθιές παχουλές>> και <<Ξανθιές λεπτές>>. Προτιμάει τις παχουλές...μπαίνει. Πάλι δυο πόρτες: << Ξανθιές παχουλές ψηλές>> <<Ξανθιές παχουλές κοντές>>. Προτιμάει τις ψηλές. Ανοίγει την πόρτα και.....................βρίσκεται στον δρόμο!!!!!!!!!

Ξαναγυρίζει πίσω και διαμαρτύρεται στην κυρία της ρεσεψιόν:

– Ωραία όλα αυτά κυρία μου αλλά με κοροϊδεύεις...πουθενά δε βρήκα γυναίκες!!!!!!!!

– Κοιτάξτε, γυναίκες δεν έχουμε ακόμη, αλλά από οργάνωση σκίζουμε έτσι;


102.

Άσε, ρε, φιλαράκι χθες έβγαλα και πολύ χρήμα.

– Σοβαρά ρε; Πως και έτσι;

– Να ένας γείτονας μου ζήτησε να του πλύνω το αμάξι του και μου δώσε ένα δεκάευρω.

– Σιγά τα λεφτά, ρε.

– Ναι, αλλά μετά μου έδωσε και ένα εκατοστάευρω για να μην του το πλύνω ξανά!


101.

Κάθε φορά που βρίσκω το νόημα της ζωής, το αλλάζουν…..


100.

– Κοίτα να δεις οι αλήτες με απέλυσαν γιατί έδωσα τη θέση μου σε μία γριούλα στο λεωφορείο, τέτοιοι είναι!

– Αφού ήσουν ο οδηγός.....


099.

Ένας νταλικέρης οδηγεί το βράδυ και ακούει στο ραδιόφωνο ότι παρατηρήθηκαν σε πολλά σημεία της χώρας UFO. Μάλιστα ορισμένοι κάτοικοι ισχυρίστηκαν ότι είδαν εξωγήινους. Κάποια στιγμή του ήρθε να κάνει την ανάγκη του. Σταματάει, λοιπόν, σ’ ένα πάρκινγκ της εθνικής οδού, κατεβαίνει κάτω, πάει πίσω από κάτι θάμνους και κατεβάζει το παντελόνι. Λίγα λεπτά πιο μετά έρχεται κάποιος ή κάτι στ’ άσπρα και κάθεται δίπλα του. Ο νταλικέρης στρέφει το βλέμμα του και τον βλέπει. Το ίδιο κάνει και αυτός στ’ άσπρα. «Αμάν, εξωγήινος», σκέφτεται ο νταλικέρης και συνεχίζει να κοιτάζει τον διπλανό του. Το ίδιο ακριβώς συνεχίζει να κάνει και αυτός. Κάποια στιγμή ο νταλικέρης αποφασίζει να μιλήσει.

– Με λένε Μπάμπη! Οδηγός νταλίκας.

– Με λένε Χρίστο! Οδηγός ασθενοφόρου.


098.

Μπαίνει κάποιος στο μπαρ, ακολουθούμενος από μια στρουθοκάμηλο. Κάθεται κι ο μπάρμαν έρχεται να πάρει την παραγγελία

– Μια μπίρα για μένα, λέει ο άντρας και, γυρνώντας στη στρουθοκάμηλο, ρωτάει: Εσύ τι θα πάρεις;

– Κι εγώ μια μπίρα, λέει η στρουθοκάμηλος.

Ο μπάρμαν τους φέρνει τις μπίρες, παίρνει τα λεφτά που του δίνει ο άντρας, 12,37 € ακριβώς και απομακρύνεται.

Την επόμενη μέρα πάλι η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται: Δυο μπίρες για τον άντρα και τη στρουθοκάμηλο, ο άντρας πληρώνει 12,37 € ακριβώς, χωρίς να χρειαστεί να πάρει ρέστα. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια και ο μπάρμαν πλέον δεν αντέχει και ρωτάει:

– Πώς τα καταφέρνετε και πάντα έχετε το ακριβές αντίτιμο των ποτών στην τσέπη σας;

– Πριν από κάμποσα χρόνια καθάριζα το πατάρι και βρήκα ένα παλιό λυχνάρι, το έτριψα και το τζίνι πετάχτηκε έξω και μου είπε ότι θα πραγματοποιούσε δυο επιθυμίες μου. Η πρώτη ήταν ότι, όταν θα χρειαζότανε να πληρώσω κάτι, θα είχα πάντα το ακριβές αντίτιμο στην τσέπη μου.

– Φοβερό! αναφώνησε ο μπάρμαν. Οι πιο πολλοί άνθρωποι θα είχαν ζητήσει ένα εκατομμύριο δολάρια ή κάτι τέτοιο, αλλά εσείς, με αυτό που ζητήσατε, θα είσαστε πάντα όσο πλούσιος θέλετε, για όσο ζείτε.

– Σωστά! λέει ο άντρας. Είτε πρόκειται για ένα λίτρο γάλα, είτε για μια Rolls Royce, πάντα έχω το ακριβές αντίτιμο στην τσέπη μου.

– Και κάτι ακόμη θα ήθελα να σας ρωτήσω. Γιατί είσαστε πάντα με τη στρουθοκάμηλο;

– Η δεύτερη επιθυμία μου ήταν για ένα θηλυκό με μακριά πόδια!


097.

Μάλωσε ένας δεκανέας και ένας φαντάρος .

– Πάψε, ρε, του λέει ο δεκανέας δεν είσαι άνδρας .

– Μου φαίνεται κυρ δεκανέα ότι εσύ δεν είσαι άνδρας και μπορώ να το αποδείξω.

– Να το αποδείξεις, γιατί αλλιώς θα πέσει φυλακή .

– Τι λέει η ημερήσια διαταγή, να πάνε φρουρά 10 άντρες και ένας δεκανέας. Που πάει να πει ότι δεν είσαι άνδρας!


096.

Ένας κλέφτης αποφασίζει να κλέψει ένα σπίτι πλουσίων. Το παρακολουθεί μαθαίνει πότε θα λείπουν και το βράδυ εξοπλισμένος με όλα τα σύνεργα μπαίνει μέσα. Εξουδετερώνει το συναγερμό και εκεί που κλέβει ακούει μια φωνή.

– Ο Ιησούς σε βλέπει και θα σε τιμωρήσει.

Ξαφνιασμένος κοιτάει να δει από που έρχεται η φωνή αλλά μη βλέποντας τίποτα συνεχίζει τη δουλειά του. Οπότε σε λίγο ξανακούει τη φωνή να του λέει:

– Ο Ιησούς σε βλέπει και θα σε τιμωρήσει.

Αποφασισμένος να δει από που έρχεται η φωνή βλέπει ένα παπαγαλάκι.

– Εσύ μιλάς και με τρόμαξες;

– Ναι, εγώ.

– Μπα, και πώς σε λένε;

– Όμηρο.

– Όμηρο; Μα, καλά τι όνομα είναι αυτό για παπαγάλο;

– Γιατί είναι το Ιησούς όνομα για ντόπερμαν;


095.

Ήταν ένας παπάς και πνιγόταν στη θάλασσα και περνάει ένα καράβι:

– Παπά, έλα, πιάσε το σωσίβιο να σωθείς.

– Όχι, τέκνο μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ο παπάς.

Περνάει άλλο καράβι:

– Έλα, παπά, να σε σώσουμε! Θα πνιγείς!

– Όχι, τέκνο μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει πάλι ο παπάς.

Περνάει τρίτο καράβι:

– Παπά, έλα να σε σώσουμε!

– Όχι, τέκνο μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ξανά ο παπάς.

Με αυτά και με αυτά ο παπάς πνίγεται, πάει στον παράδεισο και λέει στον Θεό:

– Περίμενα να με σώσεις, και εσύ τίποτα!

– Ε, όχι και τίποτα! Τρία καράβια σου έστειλα να σε σώσουνε!


094.

Δυο παραγωγοί κινηματογραφικών ταινιών αποφασίζουν να γυρίσουν μια ταινία με πειρατές. Την ώρα που ετοιμάζονται να γυρίσουν τη σκηνή της τελικής μάχης, ο ένας παραγωγός λέει στον άλλο:

– Ρε, συ, Νίκο, καλά όλα αυτά, αλλά μετά από όλα αυτά τα μπαμ μπουμ θα έχουμε να πληρώσουμε 500 ηθοποιούς. Το σκέφτηκες αυτό; Ποιος θα τους πληρώσει όλους αυτούς;

– Μην ανησυχείς. Στην τελευταία μάχη, οι σφαίρες θα είναι αληθινές.


093.

Τέσσερις πιτσιρικάδες κάθονται σε μια μικρή πλατεία και συζητούν, γελώντας. Από κοντά τους περνά ένας παπάς, σταματά, τους κοιτάζει και τους ρωτά:

– Γεια σας παιδιά μου, τι κάνετε;

– Τίποτα πάτερ, απλά κάνουμε ένα διαγωνισμό, για το ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα για τη σεξουαλική του ζωή.

– Παιδιά μου, εγώ όταν ήμουν στην ηλικία σας ποτέ δε σκεφτόμουν για το σεξ.

Και όλα τα παιδιά μαζί:

– Κερδίσατε πάτερ!


093.

Δύο φίλες συζητούν για μία τρίτη.

– Τα έμαθες; Η Κική έπαθε ένα ατύχημα που της παραμόρφωσε τελείως το πρόσωπο!

– Α, την καημένη!

– Έπεσε όμως σε έναν καλό πλαστικό χειρουργό, που υπόσχεται να της το κάνει όπως ακριβώς ήταν.

– Ααα, τη δυστυχισμένη!


092.

O δάσκαλος οδήγησης λέει στο μαθητή του:

– Συγχαρητήρια! Είναι η πρώτη προσπέραση που κάνεις με ανοικτά τα μάτια.


091.

– Εγώ, λέει ο Κώστας έχω γνωρίσει τον προ-προ-προ-προ-προ-παππού μου.

– Βρε τον ψεύτη! λέει ένας από εκείνους που άκουγαν.

– Δεν είναι ψεύτης, απαντάει κάποιος άλλος.

– Αλλά;

– Τραυλός είναι!


090.

Ο ενοικιαστής καλεί τον ιδιοκτήτη της κατοικίας όπου διαμένει αγανακτισμένος.

– Δεν πάει άλλο η κατάσταση. Το σπίτι έχει γεμίσει ποντίκια.

– Αποκλείεται δε σε πιστεύω, απαντά ο ιδιοκτήτης .

– Κάτσε και θα δεις.

Πηγαίνει ο ενοικιαστής στην κουζίνα παίρνει ένα μεγάλο κομμάτι τυρί. Κόβει ένα κομματάκι και το πετάει χάμω. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ένα ποντίκι το αρπάζει και εξαφανίζεται.

– Σιγά του λέει ο ιδιοκτήτης! Κάνεις έτσι για ένα ποντικάκι;

– Περίμενε, απαντά.

Κόβει δύο κομματάκια τυρί τα πετάει χάμω. Ξεπετάγονται αμέσως δύο ποντίκια τα αρπάζουν και εξαφανίζονται.

– Σιγά μωρέ. Πως κάνεις έτσι για δύο ποντικάκια!

– Δύο; Περίμενε και θα δεις.

Κόβει τέσσερα κομματάκια τυρί τα πετάει χάμω. Τέσσερα ποντίκια ορμάνε αρπάζουν το τυρί και φεύγουν .

– Ε, καλά. Και τι έγινε; Για τέσσερα ποντίκια κάνεις τόση φασαρία;

– Τέσσερα; Για κοίταξε.

Μοιράζει όλο το υπόλοιπο τυρί σε πολλά κομματάκια και τα πετάει χάμω . Αμέτρητα ποντίκια εμφανίζονται και αρπάζουν τα τυράκια. Ανάμεσά τους και ένα ψάρι!

– Εεεεπ! Τι γυρεύει το ψάρι εδώ, ρωτάει ο ιδιοκτήτης;

– Άσε το ψάρι τώρα και δες τα ποντίκια. Για την υγρασία θα τα πούμε αργότερα!


089.

– Παππού, θα έρθεις μάρτυρας εναντίον αυτού που πέρασε με κόκκινο και με χτύπησε;

– Βεβαίως παιδί μου.

– Ευχαριστώ! Το όνομά σας;

– Πέτρος.

– Και το επίθετό σας;

– Άγιος.


088.

Τέσσερις φίλες παίζουν χαρτιά.

Η πρώτη απ’ αυτές λέει:

– Ξέρετε, κορίτσια. Γνωριζόμαστε τόσον καιρό και δεν σας έχω πει το μυστικό μου. Θα σας το πω τώρα, να ξελαφρώσω! Είμαι κλεπτομανής! Αλλά μην ανησυχείτε, ούτε έχω κλέψει, ούτε θα κλέψω ποτέ από σας. Είσαστε οι καλύτερες φιλενάδες μου.

Η δεύτερη λέει:

– Αφού έχουμε εξομολογήσεις, ας πω κι εγώ τα δικά μου. Είμαι νυμφομανής! Αλλά μην ανησυχείτε. Ούτε είχα, ούτε θα έχω ποτέ σεξ με τους άντρες σας. Είσαστε οι καλύτερες φιλενάδες μου.

– Κι εγώ πρέπει να σας εξομολογηθώ κάτι, λέει η τρίτη. Είμαι λεσβία! Αλλά μην ανησυχείτε. Ούτε είχα, ούτε θα έχω ποτέ σεξ με κάποια από σας. Είσαστε οι καλύτερες φιλενάδες μου.

Η τέταρτη σηκώνεται και λέει:

– Θα σας εξομολογηθώ κι εγώ κάτι: Είμαι κουτσομπόλα! Και τώρα σας ζητάω συγγνώμη, γιατί έχω μερικά πολύ σπουδαία τηλεφωνήματα να κάνω.   


087.

Ένας περαστικός μπαίνει σ’ ένα μπαρ και λέει του μπάρμαν:

– Βάλε ένα ποτό, πριν αρχίσουμε.

Ύστερα από 10 λεπτά του ξαναλέει:

– Βάλε άλλο ένα πριν αρχίσουμε. Αυτό συνεχίστηκε για πολλές φορές, ώσπου ο μπάρμαν του είπε:

– Φτάνει, δε νομίζεις ότι ήπιες αρκετά; Εξάλλου ήρθε η ώρα να με πληρώσεις.

Κι εκείνος του απαντά-τύφλα στο μεθύσι:

– Να τα μαααας. Αρχίσαμεεεε...


086.

Ένας μπεκρής μπαίνει στο εξομολογητήριο, σε μια καθολική εκκλησία, (ξέρετε απ’ αυτά τα κουβούκλια, όπου ο εξομολογητής δε βλέπει-υποτίθεται- τον εξομολογούμενο), κάθεται και δε λέει τίποτα. Ο καθολικός παπάς, παραξενεμένος απ’ αυτή τη σιωπή, ξεροβήχει για να προσελκύσει την προσοχή του εξομολογούμενου, αλλά ο τύπος δε λέει κουβέντα. Ο παπάς τότε χτυπάει ελαφρά το χώρισμα, σε μια τελευταία προσπάθεια να προσελκύσει την προσοχή του σιωπηλού τύπου.

Τελικά, ο μεθυσμένος λέει:

– Χτυπάς, δε χτυπάς, δε γίνεται τίποτα, φίλε. Ούτε από δω υπάρχει χαρτί υγείας!


085.

Πατάει ένας κύριος το γκαζόν μιας πλατείας. Τον σταματά ένας τροχονόμος.

– Πατήσατε το γκαζόν. Απαγορεύεται. Ένα ευρώ πρόστιμο.

– Τι; Μόνο ένα ευρώ;

– Το είχαμε δέκα, αλλά δεν πατούσε κανένας.


084.

Δύο φίλοι Σκοτσέζοι συναντώνται ύστερα από πολλά χρόνια. Ύστερα από χειραψίες και αναδρομή στα παλιά αποφασίζουν να φάνε μαζί.

– Σε προσκαλώ για φαγητό στο σπίτι μου, λέει ο ένας.

– Δέχομαι, αποκρίνεται ο άλλος και συνεχίζει. Μόνο πες μου που είναι το σπίτι σου.

– Θα πας ευθεία, ύστερα δεξιά, έπειτα αριστερά και θα μπεις στο σοκάκι με τα ψηλά σπίτια. Το δεύτερο είναι το δικό μου. Θα ανέβεις τη σκάλα, θα σπρώξεις την πόρτα με το πόδι σου και θα μπεις μέσα.

– Και γιατί με το πόδι; Ρωτά ο άλλος.

– Γιατί στα χέρια σου θα κρατάς τα φαγητά που θα φάμε.


083.

Παρουσιάζονται δέκα γυναίκες στην πύλη του Παραδείσου στον Άγιο Πέτρο.

– Καλώς τες. Για να δούμε, θα σας κάνω κάποιες ερωτήσεις να δω αν είστε άξιες να μπείτε στον Παράδεισο. Λοιπόν, πόσες έχετε απατήσει τον άντρα σας; Όσες τον έχετε απατήσει να κάνετε ένα βήμα πίσω.

Κραπ, οι εννιά στις δέκα έκαναν ένα βήμα πίσω.

– Ααααα, μπράβο σου, είπε ο Άγιος Πέτρος στην εναπομείνασα. Αλλά λέει κάποια από τις εννιά:

– Ε, καλέ κορίτσια φωνάξτε και της κουφής.


082.

– Τράπεζα Πειραιώς, πώς θα μπορούσαμε να σας βοηθήσουμε;

– Καρπουζόπουλος εδώ, θα ήθελα να μου πείτε πόσα χρωστάω στο δάνειο.

– Μισό λεπτό…

– Αλήθεια; Ευχαριστώ!


081.

Μπαίνει ένας υδραυλικός στο σπίτι του και βρίσκει τη γυναίκα του στο κρεβάτι με έναν άλλον άντρα. Έξαλλος λοιπόν, αρπάζει τον άντρα και του λέει:

– Πες μου, από που θέλεις να αρχίσω; Από μπουνιές ή από βρισιές; Και ο άντρας απαντάει:

– E, μάλλον από βρισιές!!!

Τότε ο υδραυλικός ανοίγει την τσάντα του, βγάζει δύο βρύσες και αρχίζει να τον χτυπάει.


080.

Ήταν ο Μελισανίδης (ολυμπιονίκης στη γυμναστική )με μια παρέα άλλων φίλων και έμπαινε από τα αστέρια στη γλυφάδα, 4:00 το πρωί να πάει σπίτι του. Με το που μπαίνουν στην παραλιακή τους σταματάει η αστυνομία για αλκοτέστ......

Πάει λοιπόν ο χωροφύλακας στον Μελισανίδη και του λέει να φυσήξει στο ακροφύσιο... τσαντίζεται ο Μελισανίδης, τον αγριοκοιτάζει, μα καλά ξέρετε ποιος είμαι του λέει.... Ιδέα ο χωροφύλακας... τα παίρνει στο κρανίο ο Μελισανίδης βγαίνει από το αμάξι, παίρνει 5 βήματα φόρα , τρέχει βουτιά στον αέρα, μπαμ προσγειώνεται τριπλή ανάποδη τούμπα, διπλή μπροστινή, τινάζετε εναέρια, σπαγκατ, χαμό.....τώρα με θυμάσαι του λέει.... Τίποτα, χαμπάρι ο χωροφύλακας.... Τσαντίζεται περισσότερο ο Μελισανίδης, 10 βήματα φόρα, τρέχει, ρόδα, μια δύο τρεις κολοτούμπες στον αέρα, μπαμ προσγείωση, τρεις ανάποδες τούμπες, διπλό σπαγκατ, κατακόρυφες.... Μπαμ τέλεια προσγείωση μισό μέτρο από τον χωροφύλακα.... 

Εν τω μεταξύ είχαν σταματήσει και άλλα αμάξια οι μπάτσοι, ήταν και δυο τύποι ψιλομεθυσμένοι τρία αμάξια πιο πίσω και παρακολουθούσαν, οπότε γυρίζει ο ένας στον άλλο....

– Μεγάλε το έχουν δυσκολέψει πολύ το αλκοτέστ δεν το περνάμε με τίποτα...........


079.

Δύο φίλοι παίζουν γκολφ. Ο ένας από τους δύο αστοχεί και αρχίζει να βρίζει..

– (.....) να πάρει, αστόχησα!

– Μη βρίζεις γιατί ο Θεός σε βλέπει, σε ακούει και θα σε τιμωρήσει.

Μετά από λίγο αστοχεί ξανά και βρίζει πάλι..

– (.....) να πάρει, αστόχησα!

– Μη φέρεσαι έτσι γιατί ο Θεός θα σου στείλει κακό σημάδι..

Ο νευρικός τύπος αστοχεί και πάλι και συνεχίζει..

– (...) να πάρει αστόχησα!

Ξαφνικά πέφτει ένας κεραυνός αλλά χτυπάει τον άλλο παίχτη και ακούγεται μια φωνή από τα σύννεφα:

– Να πάρει, αστόχησα..


078.

O Γιαννάκης ήταν στην εκκλησία με τη μητέρα του, όταν άρχισε να ζαλίζεται.

– Μαμά, μπορούμε να φύγουμε τώρα;

– Όχι .

– Νιώθω πολύ άρρωστος. Νομίζω ότι θα κάνω εμετό.

– Τότε βγες έξω από την εκκλησιά, βρες ένα θάμνο να κάνεις εμετό και έλα πίσω.

O Γιαννάκης φεύγει αμέσως και σε ένα λεπτό επιστρέφει .

– Έκανες εμετό; Του λέει η μητέρα του.

– Ναι.

– Καλά, πότε πρόλαβες να πας έξω; Να κάνεις εμετό και να γυρίσεις σε ένα λεπτό;

– Δε χρειάστηκε να πάω έξω, λέει o Γιαννάκης, ευτυχώς κοντά στην είσοδο της εκκλησίας υπήρχε ένα κουτί που έγραφε " Για τους άρρωστους της ενορίας μας "!


077.

Μπαίνει ο τύπος στο μπαρ και παραγγέλνει ένα διπλό μαρτίνι. Μόλις το πίνει, ρίχνει μια ματιά στο τσεπάκι του πουκαμίσου του και παραγγέλνει και δεύτερο διπλό. Μόλις το πίνει, ρίχνει μια ματιά στο τσεπάκι του πουκαμίσου του και παραγγέλνει και τρίτο διπλό. Μόλις το πίνει, ρίχνει μια ματιά στο τσεπάκι του πουκαμίσου του και παραγγέλνει και τέταρτο διπλό. Η ιστορία συνεχίζεται και ο μπάρμαν, απορημένος, τον ρωτάει:

– Άκου φίλε. Θα σου σερβίρω μαρτίνι όλη τη νύχτα, αν θες. Μήπως όμως μπορείς να μου πεις, γιατί κοιτάζεις στην τσέπη του πουκαμίσου σου πριν παραγγείλεις;

– Έχω μια φωτογραφία της γυναίκας μου εκεί, απαντάει αυτός. Μόλις αρχίσει να μου φαίνεται ωραία, ξέρω ότι είναι καιρός να πάω σπίτι!


076.

Ένας τροχονόμος σταματάει κάποιο αυτοκίνητο που έχει παραπάνω επιβάτες από το κανονικό. Λέει λοιπόν στην οδηγό:

– Λυπάμαι κυρία μου, αλλά το αυτοκίνητο δεν μπορεί να μεταφέρει τόσο βάρος. Θα σας αφαιρέσω την άδεια.

– Μα αυτό είναι ανόητο, βάζει τις φωνές η οδηγός. Η άδεια δε ζυγίζει πάνω από δέκα γραμμάρια!!!


075.

Συζητήσεις στην τουαλέτα.

Ανοίγει την πόρτα ένα βιαστικός που ήδη υπάρχει μέσα κάποιος. Αυτός που είναι μέσα λέει κάτι και ο άλλος απαντά.

– Επ, επ!

– Οπ, οπ!

Στην περίπτωση που αυτός που είναι για κάποιο πιο χοντρό λόγο στην τουαλέτα η συγκεκριμένη συζήτηση εξελίσσεται λίγο διαφορετικά.

– Εεεπγκ…εεεπγκ….πρρρρρρ

– Οοοο…πουφφφ…


074.

Ένας φρέσκος απόφοιτος του Harvard στα οικονομικά, πάει για συνέντευξη σε μια τράπεζα προκειμένου να τον προσλάβουν. Εκεί που τελείωνε η συνέντευξη, τον ρωτάει ο διευθυντής:

– Και για να κλείσουμε, σε τι επίπεδο θα ήθελες να κυμαίνεται ο μισθός σου;

– Κοιτάξτε, γύρω στα 2.000.000 € το μήνα, καθαρά, λαμβάνοντας υπ’ όψη και

τα διάφορα προνόμια που θα μου παρέχετε.

– Κοίτα, τι θα έλεγες για 5 μήνες τον χρόνο άδεια, 14 μισθούς τον χρόνο, πλήρης ασφαλιστική κάλυψη και αυτοκίνητο της εταιρείας, ένα σπορ καμπριολέ;

– Ουάου, θα αστειεύεστε!

– Ναι, αλλά εσύ άρχισες!


073.

Μπαίνει ο διευθυντής των φυλακών στο διάδρομο των κελιών.

– Σήμερα θ’ αλλάξετε σώβρακα.

Οι κρατούμενοι πανηγυρίζουν

– Εσύ με αυτόν. Εσύ με αυτόν….


072.

Συζητούν δυο φίλες στο καφέ.

– Χρυσή μου, είπε χθες στον άντρα μου ότι θέλω παιχνίδια στο κρεβάτι.

– Ουαου! Μπράβο φιλενάδα! Μερικές φορές πρέπει να παίρνουμε εμείς πρωτοβουλίες, γιατί αν περιμένουμε από αυτούς σωθήκαμε!!!

– Χε…καλύτερα να μην του έλεγα τίποτα.

– Γιατί τι σου έκανε;

– Τι μου έφερε να λες!

– Τι;;;

– Τον γκρινιάρη!


071.

Στο μπαρ, ο πελάτης παραγγέλνει το δωδέκατο ποτήρι ουίσκι.

– Μα, δεν είναι πολλά; Του λέει ο μπάρμαν φιλικά. Θα πάθετε τίποτα...

– Α, μπα! Εφόσον εξακολουθώ να βλέπω εκεί την γάτα με δυο και όχι με τέσσερα μάτια, δεν υπάρχει ακόμα φόβος.

– Μα, δεν είναι γάτα, κύριε, είναι η λάμπα του ηλεκτρικού!


070.

Στο supermarket:

– Βάλε μου μισό κιλό φέτα.

– Είναι 650 να τα αφήσω;

– Άστα, και βάλε μου μισό κιλό φέτα!


069.

Βράδυ, μεσάνυχτα, χιονίζει και ένας τυπάκος αναγκάζεται να περάσει μέσα από ένα νεκροταφείο για να κόψει δρόμο, αν και τρέμει από τον φόβο του.

Καθώς περπατάει ακούει ένα "τικ - τακ ,τικ - τακ , τικ-τακ ", πλησιάζει στο σημείο απ’ όπου προερχόταν ο ήχος κατατρομαγμένος. Βλέπει, λοιπόν, έναν τύπο να σκαλίζει κάτι πάνω σε μια ταφόπλακα.

– Τι...τι κάνετε εκεί; Του λέει με τρεμάμενη φωνή…

– Τι να σου πω, ρε, φιλαράκι, αυτοί οι βλάκες έγραψαν το όνομά μου λάθος!


068.

Μπαίνει ένας τύπος στο αστικό λεωφορείο της Θεσσαλονίκης στις πέντε το πρωί. Αγριεμένος και σκοτεινός. Πέφτει κάποιος πάνω του και αυτός του λέει.

– Κάτσε φρόνιμα ε…Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;

– Ποιος να είσαι μωρέ, πέντε η ώρα το πρωί, στο αστικό λεωφορείο;


067.

Μια κυρία πάει στον πάγκο δανεισμού της Βιβλιοθήκης και λέει :

– Δανείστηκα ένα βιβλίο την προηγούμενη βδομάδα, αλλά ήταν το πιο βαρετό βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ. Δεν είχε καθόλου υπόθεση, αλλά είχε υπερβολικά πολλούς χαρακτήρες .

– Ώστε εσείς, λοιπόν, μας πήρατε τον τηλεφωνικό κατάλογο!


066.

Μια μέρα μπαίνει μια γυναικάρα σ’ ένα κατάστημα γεμάτο άντρες. Τη βλέπουν όλοι κι αρχίζουν να σφυρίζουν. Μόνο ένας τυπάς δεν έδωσε σημασία. Τον πλησιάζει αυτή, παίρνει ένα τσιγάρο και του λέει:

– Μ’ ανάβεις;

– Όχι, χασάπης κυρά μου!


065.

Συναντιούνται μετά από πολλά χρόνια δυο συμμαθητές.

– Η γυναίκα μου είναι πολύ όμορφη. Έχει πολύ μακριά πόδια. Να φανταστείς καβαλάει το άλογο και περπατάει μαζί του. Η δική σου; Λέει ο ένας.

– Κάθε πρωί που φεύγω για τη δουλειά σκάω στον πισινό της ένα χαστούκι και, όταν γυρίζω το απόγευμα τρέμει ακόμα!  


064.

Ένας μεθυσμένος μπαίνει σε ένα μπαρ και ζητά από τον μπάρμαν 5 διπλά ουίσκι. Βάζει τα ποτήρια στην σειρά και τα καταπίνει το ένα μετά το άλλο. Ο μπάρμαν τον βλέπει και απορεί...

– Φίλε, πολύ βιαστικό σε βλέπω!

– Άμα είχες και εσύ ό,τι έχω εγώ, το ίδιο θα έκανες.

– Μπα, και τι έχεις;

– Μόνο δυο κατοστάρικα....


063.

Πάει κάποιος να ζητήσει αύξηση από τον διευθυντή του.

– Πρέπει οπωσδήποτε να μου κάνετε αύξηση, του λέει. Είμαι 5 χρόνια στην εταιρία και όλοι είναι ικανοποιημένοι με τη δουλειά μου.

– Δεν έχω παράπονο από εσένα, λέει ο διευθυντής, αλλά τώρα δεν είναι ώρα για αυξήσεις...

– Τότε κύριε διευθυντά θα αναγκαστώ να αναζητήσω αλλού δουλειά! Στο κάτω κάτω, τρεις εταιρίες με κυνηγάνε...

– Μπα, ποιες;

– ΔΕΗ, ΟΤΕ και ΕΥΔΑΠ...   


062.

Πιλότος:

– Πτήση 467 προς πύργο ελέγχου. Πτήση 467 προς πύργο ελέγχου. Απέχω 300 ναυτικά μίλια από στεριά. Πετάω σε ύψος 300 ποδιών από την επιφάνεια της θάλασσας και τελειώνουν τα καύσιμα. Παρακαλώ δώστε οδηγίες.

Πύργος Ελέγχου:

– Πύργος ελέγχου προς πτήση 467. Πύργος ελέγχου προς πτήση 467. Επανέλαβε μετά από μένα: Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς ....


061.

– Κύριε Αστυνόμε, χθες ανέφερα κατά λάθος ότι μου έκλεψαν το πορτοφόλι. Το βρήκα σήμερα σε ένα συρτάρι.

– Πολύ αργά κύριε, ο ένοχος συνελήφθη...


060.

Πιάνει κάποιος δουλειά σε μία πολυεθνική σαν μαθητευόμενος.

Την πρώτη μέρα στην δουλειά σηκώνει το τηλέφωνο, παίρνει στο εσωτερικό την κουζίνα και φωνάζει:

– Φέρτε μου έναν καφέ γρήγορα!

Απαντά η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.

– Ηλίθιε, πήρες λάθος νούμερο. Ξέρεις σε ποιον μιλάς;

– Όχι, λέει ο μαθητευόμενος.

– Είμαι ο διευθυντής της εταιρίας, ηλίθιε!

Φωνάζει και ο μαθητευόμενος:

– Και ξέρεις εσύ ποιος είμαι εγώ, ηλίθιε;-– Όχι, απαντά θυμωμένα ο διευθυντής.

– Ευτυχώς! απαντά ο μαθητευόμενος και κλείνει το τηλέφωνο!


059.

Στο δικαστήριο:

Καταφθάνει αργοπορημένος ο μάρτυρας και τον ρωτά ο δικαστής:

– Πώς ονομάζεστε;

– Ποιος, εγώ;

– Ναι, εσύ!

– Μήτρος Μήτρου!!

– Είστε παντρεμένος;

– Ποιος εγώ;

– Ναι, εσύ!

– Ναι.

– Με ποια;

– Ποιος, εγώ.

– Ναι, εσύ. Και πάψε να το ρωτάς όλη την ώρα.

– Με μια γυναίκα.

– Γιατί, ξέρεις κανέναν που είναι παντρεμένος με άνδρα;

– Ναι, την αδερφή μου... 


058.

Ένας Δημόσιος υπάλληλος κάθεται στο γραφείο του, και μέσα στη βαρεμάρα του, αποφασίζει να καθαρίσει επιτέλους τα ντουλάπια του. Βγάζοντας ένα σωρό φακέλους, φυλλάδια από πιτσαρίες και άχρηστα χαρτιά, βλέπει μπροστά του ένα λυχνάρι μέσα στη σκόνη.

– Ωραία αντίκα! Θα το πάρω να το βάλω πάνω από το τζάκι του σπιτιού μου! σκέφτεται, και το παίρνει μαζί του.

Στο σπίτι, εκεί που το καθαρίζει από τη σκόνη και το γυαλίζει, ξαφνικά ένα τζίνι πετάγεται μπροστά του.

– Μπορείς να πραγματοποιήσεις 3 ευχές σου! του λέει το τζίνι επιβλητικά

– Θέλω μία μπίρα και δυο γύρους αμέσως τώρα!

...και πριν προλάβει να τελειώσει, ΠΑΦ!! μπροστά του δυο λαχταριστά τυλιχτά σουβλάκια και ένα τεράστιο ποτήρι μπίρα.

Αφού τα καταβροχθίζει μετά βουλιμίας, λέει:

– Τώρα θέλω να βρεθώ σε ένα τροπικό νησί, με πανέμορφες νυμφομανείς γυναίκες!

...και ΠΑΦ!! αμέσως βρίσκεται σε ένα νησί με πανέμορφες καλλονές να τον περιτριγυρίζουνε και να τον χαϊδεύουνε.

Σκέφτεται και την τρίτη του επιθυμία προσεκτικά, και λέει:

– Θέλω να μην ξαναδουλέψω ποτέ στη ζωή μου!

...και ΠΑΦ!!... ξαναβρίσκεται πάλι στο γραφείο του!!... 


057.

Πάει ένας στη λαϊκή και ρωτάει:

– Τι είναι αυτό;

– Πατάτες.

– Βάλτε μου ένα κιλό, αλλά την κάθε πατάτα σε ξεχωριστή σακούλα.

Ξαναρωτάει:

– Τι είναι αυτό;

– Ντομάτες.

– Βάλτε μου ένα κιλό, αλλά την κάθε ντομάτα σε ξεχωριστή σακούλα.

Ξαναρωτάει:

– Τι είναι αυτό;

– Κρεμμύδια.

– Βάλτε μου ένα κιλό, αλλά το κάθε κρεμμύδι σε ξεχωριστή σακούλα.

Τέλος, ρωτάει:

– Τι είναι αυτό;

– Φακές... αλλά δεν πουλάμε!!!  


056.

Ο πελάτης στον σερβιτόρο:

– Γκαρσόν, μία μύγα στην σούπα μου!

– Έφτασεεεεεε!


055.

Μία γυναίκα είναι δυστυχισμένη όταν ξέρει ένα μυστικό που κανείς άλλος δεν ενδιαφέρεται να μάθει.


054.

Ένας Χριστιανός, ένας Βουδιστής και ένας Εβραίος συζητούν για τις θρησκείες τους. Στην προσπάθειά τους να πείσουν ότι η σωστή θρησκεία είναι η δική τους αρχίζουν να διηγούνται τα θαύματα που έχουν γίνει γι’ αυτούς.

– Μια μέρα, αρχίζει ο Χριστιανός, εκεί που καθόμουν σε μια πέτρα, νηστικός και άφραγκος και έκλαιγα την ατυχία μου, παρακάλεσα τον Θεό να μου δώσει λεφτά και ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά μου ένα κοπάδι πρόβατα. Και έτσι έγινα πλούσιος.

– Αυτό δεν είναι τίποτα, λέει ο Βουδιστής. Εγώ μια μέρα γύριζα στο χωριό μου με τα πόδια κουρασμένος, μπαϊλντισμένος από τον ήλιο, σερνόμουνα. Παρακάλεσα το Βούδα να με βοηθήσει να φτάσω γρήγορα στο σπίτι μου. Ξαφνικά βλέπω ένα φορτηγό να σταματάει μπροστά μου. Ανέβηκα και σε λίγη ώρα ήμουν πράγματι στο σπίτι μου. Αυτό είναι θαύμα!

– Ααααα, λέει ο Εβραίος, σιγά τα θαύματα. Αν σας διηγηθώ τι μου συνέβη, τότε θα καταλάβετε ποιος είναι πράγματι ο αληθινός Θεός. Ένα Σάββατο βραδάκι, που λέτε, είχα αράξει σ ένα παγκάκι και σκεφτόμουνα. Έρχεται κάποια στιγμή και κάθεται κάποιος δίπλα μου. Γυρίζω και τι να δω; Μια γυναικάρα 2 μέτρα, με ατελείωτα πόδια, με ένα στήθος φοβερό, με ένα μάτι τσακίρικο, ένα στόμα προκλητικό, ένα μαλλί ξανθό χείμαρρο! Τρελάθηκα!! Φούντωσα ολόκληρος!!! Της πιάνω τη κουβέντα, την πλησιάζω, της πιάνω το χέρι..... Αρχίζει κι αυτή να με χαϊδεύει..... Την αγκαλιάζω εγώ..... Μετά από λίγο βρέθηκε να κάθεται στα πόδια μου..... Είχα ανάψει, δεν άντεχα άλλο..... Την ξαπλώνω στο παγκάκι κι εκεί που ήμουνα έτοιμος να ορμήσω θυμάμαι ότι είναι Σάββατο. Τότε παρακαλώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου το Θεό να με βοηθήσει. Και δεν θα το πιστέψετε τι έγινε. Στο σημείο που καθόμουνα έγινε Κυριακή και .... γύυυρω- γύυυρω Σάββατο!!!  


053.

Η γεροντοκόρη μένει μόνη της και για συντροφιά της έχει ένα παλιό πιάνο. Μια και δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνει, κάθεται συχνά εμπρός από το πιάνο της και χτυπά τα πλήκτρα.

Ένα απόγευμα, την ώρα που παίζει, το κουδούνι της χτυπά. Αιφνιδιασμένη που έχει επισκέψεις, ανοίγει την πόρτα και βλέπει έναν γοητευτικό νεαρό άνδρα.

– Καλησπέρα σας, την προλαβαίνει ο νεαρός.

– Καλησπέρα, τι θα θέλατε;

– Είμαι ο κουρδιστής πιάνων. Ήρθα για το πιάνο σας, λέει χαμογελαστά.

– Μα, εγώ δεν κάλεσα κανέναν κουρδιστή πιάνων.

– Το ξέρω κυρία μου. Οι γείτονές σας με κάλεσαν!


052.

Μπαίνει μια μέρα ένας κύριος μέσα σε ένα άδειο λεωφορείο. Κόβει εισιτήριο και στέκεται στο πίσω μέρος του λεωφορείου. Μετά από δύο στάσεις αρχίζει και μπαίνει πολύς κόσμος και ο εισπράκτορας του λέει:

– Κύριε μπορείτε να πάτε πιο μπροστά σας παρακαλώ;

Εκείνος πάει πιο μπροστά. Στην επόμενη στάση μπαίνει και άλλος κόσμος και του λέει πάλι ο εισπράκτορας με ύφος επιτακτικό:

– Κύριε πηγαίνετε πιο μπροστά.

Εκείνος εκνευρίζεται αλλά κάνει μια υποχώρηση και πάει πιο μπροστά. Στο τέλος αφού έγινε αυτό και άλλες φορές και ο κύριος είχε φτάσει μπροστά στον οδηγό του λέει πάλι ο εισπράκτορας στην επόμενη στάση:

– Κύριε πηγαίνετε πιο μπροστά.

Εκείνος του απαντάει φανερά εκνευρισμένος:

– Αν συνεχίσουμε έτσι στο τέλος θα πάω με τα πόδια στον προορισμό μου!


051.

Πείτε μου το πρόβλημά σας

– Ο καινούριος εκτυπωτής που πήραμε δεν εκτυπώνει

– Είναι στο ρεύμα;

– Ναι.

– Πατήσατε το κουμπί που ανοίγει;

– Ναι.

– Είναι online;

– Ναι.

– Χαρτί έχει;

– Ναι.

– Οι μελανοταινίες είναι εντάξει;

– Ναι.

Τελικά πάει ο τεχνικός από εκεί και λέει:

– Πού είναι ο υπολογιστής;

– Ποιος υπολογιστής;


050.

Δυο φίλοι ταξίδευαν με το τρένο , και απέναντι τους κάθεται μια γριά. Κάθε τόσο η γριά έβαζε ένα μπουκάλι στο στόμα της. Τους κίνησε την περιέργεια.

– Τι να πίνει άραγε; Ρώτησε ο ένας.

– Ότι και να πίνει πρέπει να είναι καλό. Λέει ο άλλος. Άκου να δεις τι θα κάνουμε. Όταν θα περάσουμε από τούνελ θα αρπάξουμε το μπουκάλι από την γριά, και θα δοκιμάσουμε.

Έτσι, αφού κάποια στιγμή πέρασαν από τούνελ, δοκίμασαν, και λέει ο ένας:

– Πώς σου φάνηκε;

– Στυφό, άπαντα ο άλλος.

Τότε ρώτησαν την γριά:

– Γιαγιάκα, τι είναι αυτό που πίνεις;

Και αυτή απάντησε:

– Παιδάκι μου, δεν πίνω, φτύνω!


049.

Πιάνει κάποιος μια δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο. Ο υπεύθυνος του δίνει ένα καροτσάκι να κουβαλάει εμπορεύματα στην αποθήκη. Μετά από μια ώρα πηγαίνει και τον συναντά.

– Ξέρετε το καροτσάκι είναι χαλασμένο. Κάνει έναν θόρυβο.

– Δηλαδή;

– Να, κάνει….

γρουτς___________γρουτσ____________γρουτς____________γρουτς

– Απολύεσαι!

– Μα…

Ο υπεύθυνος τον διώχνει και αυτός επισκέπτεται τον διευθυντή της αποθήκης, τον υπεύθυνο πωλήσεων και τον υποδιευθυντή. Όλοι τον απολύουν, όταν ακούν πως κάνει το καροτσάκι. Έτσι αποφασίζει να δει τον διευθυντή.

– Κύριε διευθυντά μου δώσαν ένα καροτσάκι το οποίο είναι χαλασμένο και κάνει έναν θόρυβο. Το είπα σε όλους τους υπευθύνους και απολύθηκα. Γιατί;

– Πώς κάνει δηλαδή;

– Γρουτς___________γρουτσ____________γρουτς____________γρουτς

– Φυσικό είναι ν’ απολυθείς!

– Μα, γιατί;

– Γιατί θα έπρεπε να κάνει: γρουτς_γρουτσ_γρουτς_γρουτς. Εμείς εδώ δουλεύουμε, δεν κάνουμε βόλτα το καρότσι!


048.

Ο ετοιμοθάνατος: "Πω πω τι συμφορές είναι αυτές που έχουν πέσει στο χωριό! Τι επιδημίες και πόσα θύματα!!!" Ο νεκροθάφτης: "Ναι, δόξα σοι ο Θεός! Δεν έχω παράπονο!"...


047.

Συζητάνε ένας καραφλός και ένας μαλλιαρός.

Λέει ο μαλλιαρός:

– Λούζομαι με ULTREX και δεν έχω πιτυρίδα.

Λέει και ο καραφλός:

– Εγώ λούζομαι με AZAX και κάνει τα μαλλιά μου αόρατα!!


046.

Πεθαίνει ένας και πάει στην κόλαση. Εκεί ο Βελζεβούλ του λέει.

– Έχεις τρεις επιλογές. Και του δείχνει τρεις πόρτες. Αυτός ανοίγει την πρώτη και βλέπει φωτιές. Άτομα να καίγονται στις φωτιές. Ανοίγει τη δεύτερη και βλέπει διαολάκια να τους κυνηγούν και να τους τρώνε. Ανοίγει την τρίτη και βλέπει έναν τεράστιο βόθρο γεμάτο κόπρανα και μέσα του ανθρώπους με τα κεφάλια έξω από την επιφάνεια των κοπράνων.

– Λοιπόν; Του λέει ο Βελζεβούλ. Ο τύπος σκέφτεται να μπει στον βόθρο που δεν έχει φωτιές και σκοτωμούς. Μπαίνει μένοντας και αυτός με το κεφάλι έξω από την επιφάνεια των κοπράνων. Μετά από λίγα λεπτά ακούγεται από τα μεγάφωνα.

– Τέλος το διάλειμμα. Τα κεφάλια μέσα.


045.

Ένας αστυνομικός σταματάει μία κυρία που κινείται με το αυτοκίνητό της στο αντίθετο ρεύμα.

– Συγγνώμη κυρία μου, έχετε ιδέα πού πάτε;

– Όχι, αλλά εκεί που πάω πρέπει να είναι χάλια, διαφορετικά δεν θα γύριζαν πίσω τόσα πολλά αυτοκίνητα!!!


044.

Ο παπάς τα είχε με τη γυναίκα του καντηλανάφτη και αυτός για εκδίκηση έκλεβε το λάδι της εκκλησίας. Μια μέρα ο παπάς βλέπει τον καντηλανάφτη να κλέβει το λάδι και του φωνάζει:

– Βρε συ, γιατί κλέβεις το λάδι;

Τίποτα ο καντηλανάφτης, καμία απάντηση, οπότε ο παπάς του ξαναφωνάζει αλλά αυτός ατάραχος συνεχίζει τη δουλειά του. Τα παίρνει ο παπάς κατεβαίνει κάτω και του λέει:

– Καλά, ρε, δε με ακούς;

– Όχι, παπά μου, τίποτε δεν ακούγεται εδώ κάτω, να κάτσε εσύ εδώ κάτω να ανέβω εγώ εκεί πάνω να δεις.

Ανεβαίνει ο καντηλανάφτης στον άμβωνα και φωνάζει στον παπά:

– Παπά, γιατί έχεις σχέση με τη γυναίκα μου;

Κατεβαίνει κάτω και του λέει ο παπάς:

– Δίκιο είχες, τίποτα δεν ακούγεται εδώ κάτω.


043.

Ένας τύπος, τύφλα στο μεθύσι, γυρνάει το βράδυ στο σπίτι του. Λέει σ’ έναν περαστικό:

– Συγγνώμη, ρε, φίλε. Πόσα καρούμπαλα έχω στο μέτωπο;

Κοιτάει ο άλλος και του λέει:

– 3.

– Ωραία. Άλλες 2 κολώνες και φτάνω σπίτι μου!


042.

Ένας πολύ χοντρός κύριος ανεβαίνει σε μια μοντέρνα ζυγαριά και, ενώ περιμένει να του γράψει στην οθόνη της το βάρος του, η ζυγαριά βγάζει μήνυμα:

– ΕΝΑΣ - ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!


041.

Δύο τρελοί:

– Μάντεψε τι κρύβω μέσα στην χούφτα μου.

– Ένα τραίνο!

– Δεν παίζω! Το είδες!


040.

Συναντιούνται 2 υποβρύχια , αναδύονται και επικοινωνούν με σήματα ΜΟΡΣ :

Υποβρύχιο 1 : " Πόσα " ;

Υποβρύχιο 2 : " 4 "

Υποβρύχιο 1 : " Τι 4 ; "

Υποβρύχιο 2 : " Τι πόσα ; "


039.

Ένας πελάτης σε ταξί βλέπει τον οδηγό να είναι πιο προσεχτικός στην οδήγηση απ’ ό,τι συνήθως οι ταξιτζήδες.

– Πρώτη μου φορά βλέπω έναν ταξιτζή να οδηγεί τόσο προσεχτικά. Του λέει.

– Ίσως επειδή είναι η πρώτη μου μέρα.

– Δηλαδή, τι δουλειά κάνατε;

– Ήμουν 25 χρόνια οδηγός νεκροφόρας.

– Αφήστε με εδώ σας παρακαλώ!


038.

Είναι δύο γυναίκες που κάνουν γυμνές μπάνιο στη λίμνη. Έρχεται ένας άνδρας και τις κοιτάει που κολυμπάνε.

– Τι θα γίνει; Θα κάτσεις πολύ; Αν δε φύγεις, εμείς δεν βγαίνουμε, λένε οι γυναίκες.

Και λέει ο άνδρας:

– Εγώ ήρθα να ταΐσω τους κροκόδειλους!  


037.

Δύο είναι οι κανόνες της επιτυχίας:

Πρώτος κανόνας: Μην λες ποτέ όλα όσα ξέρεις.


036.

Μια κυρία ρωτάει στο τηλέφωνο:

– Τι είναι εκεί παρακαλώ;

– Κατάστημα παπουτσιών, της απαντούν.

– Α, συγχωρείστε με. Έκανα λάθος στο νούμερο.

– Μη στεναχωριέστε κυρία μου. Περάστε από εδώ να σας το αλλάξουμε.


035.

Ο διευθυντής ενός τρελοκομείου:

Τρελοί!

Φωνές στο πλήθος.

Θα σας βάλουμε πισίνα.

Ζητωκραυγές το πλήθος. Ευχαριστημένοι λοιπόν άρχισαν να παίζουν στην πισίνα. Την επόμενη μέρα:

Τρελοί!

Ζητωκραυγές στο πλήθος.

– Αύριο θα σας βάλουμε και νερό!


034.

Μπροστά από ένα μαγαζί καθόταν ένας τυφλός και ζητούσε ελεημοσύνη από τους περαστικούς. Εκείνη τη στιγμή περνούσε μια γιαγιά και ρωτάει το τυφλό:

– Δεν σε πιστεύω ότι είσαι τυφλός γι` αυτό δεν σου δίνω τίποτα.

– Θα σας αποδείξω ότι είμαι τυφλός. Βλέπετε εκείνη τη γυναίκα με τη κόκκινη μπλούζα;

– Όχι!

Και ο τυφλός δίνει στη γιαγιά ένα πενηντάρικο!


033.

Μπαίνει κάποιος νεαρός σ’ ένα αστικό λεωφορείο, κάθεται σε μια θέση και βάζει τα πόδια του στη διπλανή θέση. Ο εισπράκτορας που τον βλέπει, πάει προς το μέρος του και του λέει.

– Νεαρέ κατέβασε τα πόδια σου! Έτσι κάθεσαι στο σπίτι σου;

– Γιατί εσύ κόβεις εισιτήρια στο σπίτι σου;


032.

Σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου, η άθλια ομάδα χάνει ήδη με 4-0, ενώ οι αντίπαλοι τους κερδίζουν φάουλ. Αμέσως στήνεται το τείχος, όταν ο τερματοφύλακας παρατηρεί πως οι παίκτες στέκονται ανάποδα, με το πρόσωπο προς το τέρμα!

– Τι κάνετε εκεί; Φωνάζει. Γυρίστε από την άλλη πλευρά.

– Είσαι σοβαρός; Πετάγεται ένας από τους παίκτες. Και να χάσουμε τέτοιο γκολ;;;;;


031.

Δύο γριές ήταν σε ένα μεγάλο αυτοκίνητο και πήγαιναν βόλτα. Και οι δύο τα είχαν λίγο χαμένα και δεν μπορούσαν να δουν και πολύ καλά. Έφτασαν σε μια διασταύρωση με κόκκινο φανάρι, αλλά πέρασαν. Η συνοδηγός σκέφτηκε: "Αχ, άρχισα να τα χάνω, νόμισα ότι περάσαμε με κόκκινο". Μετά από λίγο έφτασαν σε μια άλλη διασταύρωση με κόκκινο φανάρι, αλλά πέρασαν. Η συνοδηγός θα έπαιρνε όρκο ότι ήταν κόκκινο, αλλά ήταν ανήσυχη ότι έβλεπε ανύπαρκτα πράγματα. Αποφάσισε να είναι πιο προσεκτική. Στην επόμενη διασταύρωση, ήταν σίγουρη, το φανάρι ήταν πάλι κόκκινο, αλλά πάλι πέρασαν όπως και πριν. Στρέφεται στην άλλη γυναίκα και την λέει: "Τασία, το ξέρεις ότι περάσαμε τρία κόκκινα φανάρια μέχρι τώρα ??? Παραλίγο να μας σκοτώσεις !!!!!" Η Τασία γυρνάει και της απαντά: "Ω Θεέ μου!!!!!!!!!! Εγώ οδηγώ;;;;;;;"


030.

Δύο φίλοι πρέπει να πάνε ένα πιάνο στον τριακοστό όροφο ενός ουρανοξύστη, επειδή το πιάνο δεν το χωρούσε το ασανσέρ αναγκάστηκαν να το πάνε με τα πόδια. Ο ένας απ` τους δύο φίλους λέει:

– Ε, φίλε! Να σου πω ένα δυσάρεστο νέο κι ένα ευχάριστο;

– Ναι, λέει ο άλλος.

– Από ποιο να αρχίσω;

– Απ` το ευχάριστο.

– Το ευχάριστο είναι ότι φτάσαμε.

– Και το δυσάρεστο;

– Βρισκόμαστε σε λάθος ουρανοξύστη!


029.

Πάει ένας τσιγκούνης σε ένα κουρείο και λέει του κουρέα:

– Πόσα πάει το κούρεμα;

–  10 ευρώ, κύριε.

– Και το ξύρισμα;

– 5 ευρώ.

– Ε, ξύρισέ μου το κεφάλι.


028.

Το φιλί και το αυγό μοιάζουν, διότι κρύβουν μέσα τους ζωή ασχέτως κι αν το ένα βγαίνει απ’ το στόμα, ενώ το άλλο απ’ τον κ@λ@.


027.

Ένας παπάς και ένας ραβίνος ψάρευαν σε μια πλευρά του δρόμου. Και έγραψαν μια πινακίδα που έγραφε:

"Το Τέλος είναι κοντά. Επίστρεψε τώρα, πριν είναι πολύ αργά" και την έδειχναν σε κάθε αυτοκίνητο που περνούσε.

Ένας οδηγός δεν εκτίμησε την πινακίδα γιατί ήταν ορθολογιστής. Αντίθετα τους φώναξε: "Ρε αϊ παρατάτε με παλιομεσαιωνικά αποβράσματα". Ξαφνικά ακούστηκε ένα μεγάλο ΣΠΛΑΑΑΑΑΑΑΑΤΣ. Οι ιερείς αλληλοκοιτάχτηκαν και είπε ο παπάς στον ραβίνο:

"Μήπως απλά να βάζαμε μια πινακίδα που να λέει <<Δεν υπάρχει πια η γέφυρα!>>


026.

Περπατάει ένας παπάς στον δρόμο, όταν βλέπει ένα μικρό αγοράκι να προσπαθεί να χτυπήσει ένα κουδούνι σε μία πόρτα.

Το αγοράκι όμως είναι πολύ μικρό και το κουδούνι πολύ ψηλά για να το φτάσει.

Αφού το βλέπει ο παπάς να προσπαθεί και να προσπαθεί ξανά, πλησιάζει το παιδάκι και το σηκώνει για να μπορέσει να χτυπήσει το κουδούνι.

Το αγοράκι χτυπάει το κουδούνι και όπως το αφήνει μαλακά κάτω ο παπάς, χαμογελάει και το ρωτάει:

– Και τι λέμε τώρα, μικρέ μου;

Στο οποίο το αγοράκι απαντά:

– Τώρα τρέχουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε!...


025.

Πάει ένας τύπος σε μία καφετέρια και λέει:

– Χαίρετε! Θα ήθελα έναν καφέ που από την μέση και κάτω να είναι μέτριος, και από την μέση και πάνω να είναι γλυκός!

– Όπα, ρε, φίλε, του κάνει ο μπάρμαν. Για κάτσε... Μήπως είσαι πυροσβέστης;

– Ναι! Πού το κατάλαβες;

– Από τη στολή που φοράς!


024.

Κάποια μέρα κάποιος κύριος συναντάει έναν άστεγο και του δίνει δέκα ευρώ. Την άλλη μέρα επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό. Έτσι ξεκινάει μια καθημερινή χρηματοδότηση του αστέγου, που κρατούσε για μήνες. Κάθε μέρα ο ίδιος κύριος του έδινε δέκα ευρώ. Κάποια στιγμή ο κύριος χάνεται. Ο άστεγος αρχίζει ν’ ανησυχεί και μετά από τρεις εβδομάδες, εμφανίζεται και του δίνει, μόλις πέντε.

– Τι έγινες εσύ; Πού  χάθηκες; Τα χρειάζομαι τα δέκα ευρώ που μου έδινες κάθε μέρα! Του λέει ο άστεγος με πολύ παράπονο.

– Γέννησε η γυναίκα μου και αυξήθηκαν τα έξοδα. Δεν μπορώ να σου δίνω δέκα ευρώ κάθε μέρα.

– Και με τα δικά μου λεφτά, κάνεις παιδιά;


023.

 Εμφανίζεται ένα τζίνι σ’ έναν Ιταλό, έναν Αμερικανό και έναν Έλληνα.

– Τι θα θέλατε; Λέει στον Ιταλό.

– Μια βίλα με πισίνα στην Τοσκάνη.

– Εσύ; Ρωτάει το τζίνι τον Αμερικανό.

– Ένα δις Δολάρια .

– Και εσύ; Ρωτά τον Έλληνα.

– Να καεί το σπίτι του γείτονα!


022.

Ένας καθυστερημένος κάθεται οκλαδόν στο δρόμο δίπλα σε μια λακκούβα με λάσπες και πλάθει με τα χέρια του. Τον πλησιάζει ένας αστυνομικός και του λέει:

– Τι κάνεις εκεί ρε;

– Πλάθω ..

– Και τι πλάθεις;

– Μπατσάκια!

– Και με τι τα πλάθεις τα Μπατσάκια;

– Ε, βάζω λίγη λάσπη ,, λίγα σκ@τ@, και έτοιμα.

Τσαντίζεται ο μπάτσος και τον πλακώνει στο ξύλο. Μετά από λίγες ώρες που ξαναπέρασε ο μπάτσος από εκεί τον βλέπει πάλι στο ίδιο μέρος στην ίδια στάση να πλάθει. Τον πλησιάζει και του λέει:

– Τι κάνεις πάλι εκεί ρε;

– Πλάθω....

– Και τι πλάθεις;

– Πυροσβεστάκια!

– Και με τι τα πλάθεις τα πυροσβεστάκια;

– Ε, βάζω λίγη λάσπη, τα πλάθω και έτοιμα.

– Σκ@τ@ δεν βάζεις;

– Χαζός είμαι; Να μου βγουν μπατσάκια και να με δείρεις πάλι;


021.

Δυο φίλοι, ένας κουτσός και ένας καμπούρης, κάθε βράδυ τα πίνουν σε μια ταβέρνα. Η ταβέρνα βρίσκεται μπροστά στο νεκροταφείο, το σπίτι του κουτσού βρίσκεται εκατό μέτρα πιο πέρα, ενώ του καμπούρη από την απέναντι μεριά του κοιμητηρίου. Επειδή όμως ο καμπούρης φοβάται, προτιμάει να κάνει όλο τον γύρο για να πάει σπίτι του. Χθες επειδή άργησαν λίγο παραπάνω, αποφασίζει τελικά να διασχίσει το νεκροταφείο. Κάποια στιγμή εκεί που περπατάει εμφανίζεται κάποιος μπροστά του ντυμένος με μαύρο μανδύα.

– Τι είναι αυτό; Τον ρωτάει δείχνοντας την πλάτη του.

– Καμπούρα!

– Φερ’ την εδώ! Και του την παίρνει.

Την άλλη μέρα τον βλέπει ο κουτσός και απορημένος του λέει.

– Που είναι η καμπούρα; Τι έγινε;

– Κάποιος εμφανίστηκε στο νεκροταφείο και μου την πείρε. Πήγαινε και εσύ να σου φτιάξει το πόδι.

Όντως το ίδιο βράδυ πηγαίνει ο κουτσός και μόλις εμφανίζεται ο μαυροντυμένος του λέει.

– Καμπούρα έχεις;

– Όχι!

– Τότε, πάρε να ‘χεις!


020.

Μια γυναίκα κάθεται στο τρένο απέναντι από έναν κύριο. Αυτός κάθε δέκα δευτερόλεπτα σηκώνει τους ώμους του μουγγρίζοντας. Κάποια στιγμή ενοχλημένη η γυναίκα τον ρωτάει.

– Τι πάθατε κύριε;

– Απ’ τον πόλεμο είναι. Μη φοβάστε!

Η γυναίκα όμως μετά από λίγο φεύγει και κάθεται σε άλλη θέση. Εκεί ο κύριος που βρίσκεται απέναντί της στρέφει το κεφάλι του κάθε δέκα δευτερόλεπτα.

– Τι σας συμβαίνει κύριε;

– Απ’ τον πόλεμο είναι, μην ανησυχείτε;

Κι έτσι πάλι η γυναίκα ελαφρώς εκνευρισμένη φεύγει και από κει και κάθεται σε μια άλλη θέση. Σ’ εκείνη τη θέση ένας κύριος κάθεται ήσυχος. Ωραία, σκέφτεται η γυναίκα! Κάποια στιγμή όμως αρχίζει να περιστρέφει μεταξύ τους τις άκρες του δείκτη και του αντίχειρα. Η γυναίκα νευριάζει πάλι και τον ρωτά!

– Και αυτό απ’ τον πόλεμο είναι;

– Όχι! Απ’ τη μύτη!


019.

Ήταν ένας Γερμανός, ένας Τούρκος και ένας Έλληνας και πήγαν σε ένα ξενοδοχείο. Αλλά ήταν άφραγκοι και είπαν να πάρουν ένα μονόκλινο δωμάτιο και να κοιμούνται με βάρδιες.

– Το μοναδικό μονόκλινο δωμάτιο που έχω, λέει ο ρεσεψιονίστας, έχει ένα φάντασμα. Το διάσημο Φάντασμα, Με Τα Δώδεκα Σώβρακα!

– Εντάξει, δεν μας πειράζει, λέει ο Έλληνας.

Πηγαίνει πρώτα ο Τούρκος για ύπνο.

Ξαφνικά ξυπνάει και ακούει:

– Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα! Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα!

Τρομάζει, πηδάει από το παράθυρο και πεθαίνει!

Μετά πάει ο Γερμανός για ύπνο:

– Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα! Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα!

Τρομάζει, πηδάει από το παράθυρο και πεθαίνει κι αυτός!

Ήρθε η σειρά του Έλληνα. Ξυπνάει μέσα στον ύπνο του και ακούει:

– Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα! Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα!

Γυρνάει πλευρό ο Έλληνας και ξανακοιμάται.

Μετά από λίγο:

– Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα! Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα!

Λέει ο Έλληνας αγανακτισμένος:

– Μου δίνεις το ένα, γιατί χέστηκα;


018.

Στο συνεργείο αυτοκινήτων λέει ο τεχνίτης στον πελάτη:

– Δεν μπόρεσα να σας φτιάξω τα φρένα γι’ αυτό σας δυνάμωσα την κόρνα.


017.

Αφού άκουσε ο παπάς την εξομολόγηση του ενορίτη του, του λέει:

– Θα προσπαθήσεις από δω και μπρος να επιστρέψεις στην οδό του Κυρίου;

– Ναι, πάτερ, θα προσπαθήσω. Θα κάνω ό,τι είναι δυνατό.

– Και θα παρακολουθείς τη θεία λειτουργία τακτικά, τέκνο μου; επιμένει ο παπάς.

– Ναι, πάτερ, καταλαβαίνω ότι έχω ξεφύγει απ’ την ευθεία οδό. Θα παρακολουθώ τη λειτουργία και θα εξομολογούμαι κάθε βδομάδα.

– Και τι σκοπεύεις να κάνεις για τα χρέη σου και τους ανθρώπους που έχεις καταχραστεί την εμπιστοσύνη τους; ρωτάει ο παπάς.

– Μια στιγμή, πάτερ. λέει ο τύπος. Τώρα μιλάμε για επιχειρήσεις κι όχι για θρησκεία.


016.

Σταματάει ένας αστυνομικός έναν οδηγό τύφλα στο μεθύσι, που μόλις πέρασε με κόκκινο με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

– Κύριε, το ξέρετε ότι παραβιάσατε τον κόκκινο σηματοδότη ;

– Καλά, ρε μεγάλε, τρέχαμε λίγο παραπάνω αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να μας περικυκλώσετε!!!


015.

– Γιατί έχασες όλα σου τα μαλλιά;

– Από αγωνία.

– Αγωνία; Γιατί;

– Μήπως χάσω τα μαλλιά μου!


014.

– Ο φίλος μου ο Χρόνης, που πέθανε προχθές, άφησε ότι είχε και δεν είχε στο ορφανοτροφείο.

– Μπράβο, αυτό θα πει φιλανθρωπία. Και άφησε πολλά;

– Οκτώ παιδιά.


013.

Μια κυρία παίζει στη ρουλέτα αλλά όλο χάνει!΄Εχει μείνει μόνο με 20 χιλιάρικα και μονολογεί παθιασμένα "-Μα τι κ@λοτύχη σήμερα κι αυτή..".Κάποιος που κάθεται δίπλα της προσπαθώντας να την καθησυχάσει της προτείνει:

– Μα, γιατί δεν παίζετε κάποιον αριθμό...όπως την ηλικία σας;

Με το που τελειώνει την φράση του ο κύριος φεύγει. Λίγα λεπτά μετά ακούει σαματά, φασαρία από το τραπέζι της ρουλέτας. "Ίσως νίκησε" σκέφτεται και σηκώνεται να δει. Σπρώχνει τον κόσμο που είχε μαζευτεί για να περάσει και βλέπει έκπληκτος την κυρία στο πάτωμα και τον υπεύθυνο των στοιχημάτων από πάνω της να της κάνει αέρα!

– Τι συμβαίνει; Είναι καλά;

– Δεν ξέρω, λέει ο άλλος. "Πόνταρε όλα της τα λεφτά στο 29

και έπεσε το 36. Και τότε λιποθύμησε....


012.

Ρωτά ο κουρέας τον πελάτη:

– Πώς τα θέλετε τα μαλλιά; Πίσω;

Και ο πελάτης:

– Όχι, μπορείς να τα κρατήσεις!


011.

Ήταν ένας τύπος σταματημένος στο φανάρι και δίπλα ένα αυτοκίνητο με μία γκομενάρα.

Χαμογελά η γκόμενα, χαμογελά και ο τύπος.

Ανοίγει λίγο το παράθυρο ο τύπος, ανοίγει το παράθυρο και η γκόμενα.

Την κοιτάζει ο τύπος, τον κοιτάζει και αυτή.

Ρωτάει ο τύπος:

– Κι εσύ έκλασες;


010.

Μια παρέα ζωγράφων αρχίζει τις ιστορίες της.

– Εγώ πήρα ένα ξύλο, το έβαψα με τα χρώματα του μάρμαρου, το έριξα στη θάλασσα και αυτό βούλιαξε! Λέει ο ένας.

– Α! Εγώ να δείτε! Ζωγράφισα ένα φίλο μου τόσο ζωντανό, που αναγκάζομαι κάθε δύο μέρες να του ξυρίζω τα γένια. Λέει ο άλλος!


009.

Ένας μοναχικός τύπος θέλοντας να γιορτάσει τα γενέθλιά του, αποφασίζει να πάει να φάει σε ένα πολύ καλό εστιατόριο. Μετά από ένα γερό γεύμα με πολύ κρασί τον παίρνει ο ύπνος πάνω στο τραπέζι.

– Πες του να φύγει, λέει ο ιδιοκτήτης στο γκαρσόνι, είναι η τρίτη φορά που αποκοιμιέται.

– Ναι, λέει το γκαρσόνι, αλλά κάθε φορά που ξυπνάει ζητάει τον λογαριασμό και τον πληρώνει.


008.

Τρία παιδιά συζητούν ποιων οι πατεράδες είναι γρηγορότεροι. Είναι και οι τρεις δημόσιοι υπάλληλοι. Λέει το Αμερικανάκι.

– Εμένα ο πατέρας μου εργάζεται στη Νάσα. Σχολάει στις δυο και στις 3 έχουμε στρώσει τραπέζι για φαγητό.

Το Ρωσάκι με τη σειρά του λέει.

– Ο δικός μου πατέρας δουλεύει στον διαστημικό σταθμό Μιρ. Σχολάει στις δυο και 3 πάρα τέταρτο έχουμε στρώσει το τραπέζι για να φάμε.

Και το Ελληνάκι λέει.

– Εμένα ο πατέρας μου σχολάει στις δυο και στις δώδεκα έχουμε ήδη φάει.


007.

Γυναίκες - Άνδρες

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΚΔΟΧΗ

– Αχ, χρυσή μου κουρεύτηκες; Σου πάνε παρά πολύ!

– Τι λες, βρε αγάπη μου; Εμένα δεν μου αρέσουν καθόλου! Δεν έχω ωραία ζυγωματικά σαν τα δικά σου ας πούμε και η κόμμωση δε φαίνεται.

– Τι λες καλέ;;; Έχω πιο όμορφα ζυγωματικά; Εσύ όμως έχεις πιο λαμπερό πρόσωπο.

– Τι λες καλέ; Δεν ξέρεις τι σου γίνεται μάλλον! Και συ έχεις πολύ λαμπερό πρόσωπο. Αλλά έχεις και πολύ πιο όμορφα μαλλιά.

– Ίσως η βαφή τα δείχνει έτσι.

ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ

– Γεια. Κουρεύτηκες;

– Ναι.


006.

Ο ιερέας ανακοινώνει στο ποίμνιό του:

«Την επόμενη Κυριακή θα μιλήσω για την αμαρτία του ψέματος. Για να καταλάβετε τη λειτουργία μου καλύτερα, θα ήθελα να διαβάσετε το "Κατά Μάρκον, κεφάλαιο 17"».

Την επόμενη Κυριακή, πριν ξεκινήσει τη λειτουργία του, ο ιερέας ρωτάει ποιος είχε διαβάσει το Κατά Μάρκον κεφάλαιο 17 και όλα τα χέρια στην εκκλησία σηκώθηκαν.

Ο ιερέας χαμογελάει και λέει: « Το Κατά Μάρκον έχει μόνο 16 κεφάλαια. Τώρα θα αρχίσω να σας λέω για την αμαρτία του ψεύδους...»


005.

Ήταν μια φορά ένας βοσκός στην εθνική οδό και έκανε ωτοστόπ. Μαζί του όμως είχε και μια αγελάδα. Ξαφνικά έρχεται ένας με μια Ferrari και σταματάει να τον πάρει. Οπότε δένουν την αγελάδα από πίσω και ξεκινάνε.

– Ρε, φίλε δε γίνετε να πάμε ποιο γρήγορα; Με δυσκολία πατάμε τα 30χλμ

– Τι λες ρε μάστορα και η αγελάδα που είναι από πίσω;

– Μη σε νοιάζει γι’ αυτήν δε μασάει.

– Καλά.

Ο οδηγός όμως τα είχε πάρει στο κρανίο και άρχισε να το πατάει, είχαν πιάσει τα 100χλμ άλλα η αγελάδα όμως από πίσω ακάθεκτη. 150χλμ τίποτα, έπιασαν τα 200χλμ άλλα εκεί η αγελάδα έτρεχε από πίσω.

Ο οδηγός τα είχε παίξει και αποφασίζει να τα δώσει όλα. Ξαφνικά λοιπόν που είχαν πιάσει τα 300χλμ η αγελάδα βγάζει τη γλώσσα της.

– Είδες παππού η αγελάδα σου τα έπαιξε δεν αντέχει άλλο έβγαλε τη γλώσσα της έξω.

– Να σου πω γιε μου από που την έβγαλε;

– Από αριστερά. Γιατί;

– Α, δεν κουράστηκε, απλώς βγάζει φλας να προσπεράσει.


004.  

Μια νέα νοικάρισσα σε μια πολυκατοικία θέλει να περάσει στο μπαλκόνι τις τέντες. Ρωτάει τις γειτόνισσες και της λένε να τηλεφωνήσει τον Μπάμπη τον τεντά, λέγοντας ότι είναι πολύ καλός αλλά λίγο απότομος. Τηλεφωνεί λοιπόν τον Μπάμπη τον τεντά.

– Ναι.

– Ο κύριος Μπάμπης;

– Ναι, εγώ. Οδός και αριθμός.

Του λέει την οδό και τον αριθμό και μετά χτυπάει το κουδούνι της πόρτας.

– Ποιος είναι; Λέει η γυναίκα

– Ο Μπάμπης ο τεντάς. Ο όροφος;

– Στον δεύτερο.

Μπαίνει στο διαμέρισμα και λέει.

– Ένα φραπέ σκέτο, στο μπαλκόνι. Και πηγαίνει στο μπαλκόνι. Η γυναίκα του ετοιμάζει τον καφέ και μόλις τελειώνει, ακούγεται ξανά το κουδούνι της πόρτας.

– Ποιος είναι;

– Ο Μπάμπης ο τεντάς.

– Μα, ο Μπάμπης ο τεντάς είναι στο μπαλκόνι.

Έπεσα.


003.  

Ένας Αμερικάνος, ένας Γερμανός, ένας Ινδός και ένας Έλληνας πετούν μέσα σ’ ένα αεροπλάνο. Άξαφνα εμφανίζεται ένα Τζίνι και τους λέει.

Θα σας πάρω τη ζωή αλλά προτού γίνει αυτό θα σας δώσω την ευκαιρία να σωθείτε. Θα σας μαστιγώσω τρεις φορές αφήνοντάς σας να καλυφτείτε με ό,τι θέλετε εσείς. Έτσι και βγάλετε όμως τον παραμικρό ήχο πόνου, τότε θα σας πάρω τη ζωή, ειδάλλως θα σας αφήσω να ζήσετε.

Πρώτος ξεκινάει ο  Αμερικάνος ζητώντας να φορέσει μια πανοπλία. Απ’ την πρώτη βουρδουλιά φωνάζει κι έτσι το Τζίνι του παίρνει τη ζωή.

Δεύτερος ο Γερμανός ζητώντας μια τεθωρακισμένη στολή. Στην τρίτη βουρδουλιά φωνάζει και χάνει και αυτός τη ζωή του.

Ο Ινδός δε θέλει να καλυφτεί με κάτι, μόνο ζητάει λίγο χρόνο για να κάνει νιρβάνα. Μετά από μισή ώρα κάθεται να τον μαστιγώσει το Τζίνι. Τρεις βουρδουλιές και δε βγάζει ούτε κιχ κι έτσι του χαρίζεται η ζωή. Το Τζίνι γυρίζοντας προς τον Έλληνα λέει.

Σειρά σου τώρα. Τι θέλεις για να καλυφτείς;

Τον Ινδό.


002.  

Δυο φίλοι περπατούν σ’ ένα δάσος. Ξαφνικά στα είκοσι μέτρα βλέπουν έναν λύκο. Ο ένας αμεσως βγάζει από την τσάντα του αθλητικά παπούτσια και αρχίζει να τα φοράει. Ο άλλος μόλις τον βλέπει να κάνει αυτό, του λέει.

Τι κάνεις; Πιστεύεις ότι θα τρέξεις πιο γρήγορα απ’ το λύκο;

Όχι, αλλά αρκεί να τρέξω πιο γρήγορα από σένα!


001.  

Περπατούσε κάποιος τη νύχτα και είδε έναν τύπο γονατιστό κάτω από ένα φανάρι του δρόμου.

– Μα τι κάνεις εδώ;

– Ψάχνω τα κλειδιά μου. Θα με βοηθήσεις;

– Ναι, γιατί όχι.

Σκύβει και ο δεύτερος και ψάχνει. Μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες ρωτάει.

– Είσαι σίγουρος ότι τα έχασες εδώ;

– Όχι, αλλά εδώ έχει φως.