ΑΛΕΞΑΝΔΡoΣ ΙΒΑΝΙΔΗΣ
Συγγραφέας  


139.

– Αγάπη μου δεν μπορώ να κοιμηθώ!
– Να σου φτιάξω ένα χαμομήλι;
– Ήπια…
– Θες ένα ηρεμιστικό;
– Κι από αυτό ήπια…
– Ε, τότε να σου ρίξω μια δυνατή με το τσόκαρο;


138.

– Κλείσε το φως! Δεν μπορώ να κοιμηθώ!
– Εσύ κλείσε τα μάτια σου.
– Ε, και; Βλέφαρα είναι! Δεν είναι παντζούρια!


137.

– Αγάπη μου σου ‘χω ένα ευχάριστο νέο! Η κόρη μας τα έφτιαξε μ’ έναν πι-λότο. Θα παίρνουμε πιο φτηνά αεροπορικά εισιτήρια!
– Τι λες μωρέ; Δηλαδή εάν τα είχε φτιάξει μ’ έναν νεκροθάφτη θα παίρναμε έκπτωση στο φέρετρο;


136.

Σ’ ένα σπίτι λέει ο καλεσμένος μετά το γεύμα στην οικοδέσποινα.
– Υπέροχο φαγητό και θαυμάσιο γλυκό. Καιρό είχα να φάω κάτι τόσο ωραίο.
– Και εμείς το ίδιο, λέει ο μικρότερος γιος της.


135.

Ένα εγγόνι λέει στον παππού του.
– Παππού γιατί ενώ πίνεις πάντα λευκό κρασί έχεις κόκκινη μύτη;


134.

Γίνεται ένα προξενιό σε μια πόλη και ο νέος με την προξενήτρα πηγαίνουν για καφέ στο σπίτι της μέλλουσας νύφης. Στο τραπέζι κάθεται και το μικρότερο μέλος της οικογένειας. Προξενεύουν την αδερφή της μητέρας του. Η συζήτηση φτάνει στις ηλικίες των μελών της οικογένειας και όλοι γελούν και διασκεδάζουν με τις απαντήσεις του μικρού ώσπου αναφέρει ότι η θεία του είναι 29 χρονών. Όλοι σοβαρεύονται αυτομάτως και τότε ο νέος παίρνει τον λόγο και σκύβοντας προς τον μικρό τού λέει χαμηλόφωνα.
– Μικρέ φροντίζουμε πάντα από λεπτότητα και ευγένεια όταν μιλάμε για την ηλικία μιας γυναίκας να κρύβουμε κάποια χρόνια.
– Μα, αυτό έκανα…της αφαίρεσα τα μισά…


133.

Σ’ ένα ζευγάρι λέει ο σύζυγος.
– Η κόρη σου όλο πίτσα και μακαρόνια θέλει να τρώει. Μήπως την έκανες με κανέναν Ιταλό;
– Μπααα; Δηλαδή τον γιο σου, που όλο μερέντα θέλει να τρώει, τον έκανα με σκίουρο;


132.

Λέει μια κυρία στην υπηρέτριά της.
– Τι έπαθε το σκυλάκι μας και έχει σηκωμένες τις τρίχες;
– Δεν ξέρω κυρία. Εγώ πάντως μετά το λούσιμο το σιδέρωσα!


131.

Δυο ζευγάρια ταξιδεύουν κάνοντας κρουαζιέρα από την Ευρώπη έως την Αμερική και από εκεί στην Αυστραλία και μετά πάλι πίσω στην Ευρώπη. Κάθε βράδυ ο ένας άντρας ντύνεται πάντα με γυναικεία ρούχα. Κάποια στιγμή ο φίλος του τού λέει.
– Τι κάνεις εκεί ρε; Χάζεψες; Γιατί ντύνεσαι γυναίκα;
– Γιατί λένε ότι στα ναυάγια σώζουν πρώτα τις γυναίκες.


130.

Λέει ο γιατρός στον άντρα μιας άρρωστης.
– Η γυναίκας σας δεν θα μπορέσει να μιλήσει για μια εβδομάδα.
– Τι μου λέτε; Τέτοια ασθένεια; Μήπως θα μπορούσατε να την κάνετε χρόνια;


129.

Ένας παππούς (80) κάθεται στην πολυθρόνα και το εγγόνι του (10) παίζει στο πάτωμα.
- Εγώ όταν ήμουν στην ηλικία σου δούλευα ήδη, του λέει.
- Εγώ όταν θα είμαι στην ηλικία σου θα δουλεύω ακόμα, του απαντάει αυτό.


128.

Μια γυναίκα λέει στον άντρα της το βράδυ, προτού κοιμηθούν, ότι είναι κουρασμένη και να πάει αυτός να κοιμίσει τον μικρό. Ο άντρας της πρόθυμος φεύγει για το δωμάτιο του

 γιού τους. Μετά από μισή ώρα ανοίγει η πόρτα του δωματίου και μπαίνει μέσα ο μικρός περπατώντας σιγά.

– Τι έγινε; Φωνάζει η γυναίκα μόλις τον βλέπει.

– Σουτ! Μη φωνάζεις, χαμηλόφωνα, ο μπαμπάς κοιμήθηκε…


127.

Ένα ζευγάρι κοιμάται στο κρεβάτι του. Ο άντρας ροχαλίζει και η γυναίκα του τον σκουντάει.

Ροχαλίζεις! Γύρνα από το άλλο πλευρό.

– Ε, και; Τι νομίζεις ότι παίζει από το άλλο πλευρό. Μητροπάνος;

 


126.

Δυο χωριάτες ζούνε δέκα χρόνια στη Αθήνα. Η γυναίκα κρατώντας στην αγκαλιά της το μωράκι της λέει στον άντρα της.

Το παιδί μας θα είναι Αθηναίος γιατί γεννήθηκε στην Αθήνα. Διατηρώντας μια κάπως χωριάτικη προφορά.

– Τι λες ρε γυναίκα! Δηλαδή, αν είχε γεννηθεί στον Βόρειο Πόλο θα ήταν Εσκιμώος;

 


125.

Βλέπει κάποιος στην Ερμού έναν τύπο να πηγαινοέρχεται ψάχνοντας αγχωμένος. Τον πλησιάζει και τον ρωτά.

Τι σου συμβαίνει; Τι έπαθες;

– Έχασα την γυναίκα μου…με αγανάκτηση και πολύ άγχος.

– Και γι’ αυτό κάνεις έτσι; Πάρε την δική μου!

 


124.

Κάθε Χριστούγεννα στα μεγάλα πολυκαταστήματα υπάρχει ένας ντυμένος Άγιος Βασίλης που υποδέχεται τον κόσμο και κυρίως τα μικρά παιδιά. Μπαίνει ένας μικρός με την μητέρα του σ’ ένα από αυτά και τρέχει κατευθείαν πάνω του.

Τι δώρο θέλεις να σου φέρω φέτος; Τον ρωτάει αυτός χωρίς καθυστέρηση.

– Ένα τραίνο, ένα αυτοκίνητο και μια μπάλα.

Οκ! Θα το φροντίσω!

Μετά από λίγη ώρα και αφού η μητέρα του έκανε τα ψώνια της πηγαίνουν σε άλλο μαγαζί. Εκεί υπήρχε κι άλλος Άγιος Βασίλης.

Τι θα ήθελες να σου φέρω φέτος;

– Ένα τραίνο, ένα αυτοκίνητο και μια μπάλα.

– Μου υπόσχεσαι ότι θα είσαι καλό παιδί;

Ο μικρός τον κοιτάζει για λίγο πονηρά και μετά στρέφεται στην μητέρα του.

– Μαμά! Πάμε πάλι στον άλλον! Εκείνος δεν μου ζήτησε να υποσχεθώ κάτι!

 


123.

Λέει ο μικρός γιος στον πατέρα του.

Αμάν ρε μπαμπά. Εάν τώρα που πηγαίνω στην πέμπτη δημοτικού δεν μπορείς να μου λύσεις τις ασκήσεις στην αριθμητική, τι θα γίνει όταν θα πάω στο γυμνάσιο και μετά στο λύκειο;

 


122.

Λέει ένα απόγευμα ένας πατέρας στον γιο του θέλοντας κιόλας να δείξει το επίπεδο των γνώσεων του.

– Όσα περισσότερα μαθαίνει κανείς τόσο πιο εύκολα καταλαβαίνει ότι δεν ξέρει τίποτα.

– Τότε μπαμπά γιατί με στέλνεις στο σχολείο;

 


121.

– Παιδάκι μου βάλε τα χέρια σου κάτω απ’ την κουβέρτα γιατί βήχεις.

– Ε, και τι μ’ αυτό! Σάμπως βήχω με τα χέρια;

 


120.

Ο μικρός γιος της οικογένειας μπαίνει κλαίγοντας στην κουζίνα που βρίσκεται η μητέρα του.

Γιατί κλαις παιδί μου;

– Γιατί ο μπαμπάς χτύπησε το δάχτυλό του με το σφυρί.

– Αχ μάτια μου και κλαις γι’ αυτό;

– Όχι, γέλασα και μ’ έδειρε.

 


119.

Ένας καθηγητής χημείας πανεπιστημίου πολυβραβευμένος και βασικός υποψήφιος για ν΄ αποκτήσει το επόμενο Νόμπελ χημείας επιστρέφει στο σπίτι του μετά την εργασία του με την φοιτητική του ομάδα. Λίγο προτού περάσει την είσοδο βγαίνει χαρούμενη η γυναίκα του φωνάζοντας.

– Αγάπη μου! Το μωράκι μας είπε την πρώτη του λέξη.

Αλήθεια; Τι είπε;

– Κυκλοπεντανοϋπερυδροφαιναθρένιον. 

 


118.

Λέει μια μητέρα στον μικρό της γιο.

– Παιδί μου πρέπει να τρως το φαΐ σου γιατί όταν το στομάχι είναι άδειο πονάει.

Ο μικρός συγκράτησε αυτό το νέο στο μυαλό του. Κάποια μέρα η μητέρα του τον πήρε μαζί της όταν επισκέφτηκε μια φίλη της. Αυτή κάποια στιγμή ανέφερε με παράπονο ότι έχει φριχτούς πόνους στο κεφάλι και τότε ο μικρός επεμβαίνει με καμάρι επιδεικνύοντας τις γνώσεις του.

– Έχετε πόνους γιατί είναι άδειο!

 


117.

– Θέλω να πατήσω ξανά στα πόδια μου και ν' ανοίξω τα φτερά μου!

– Δεν σε καταλαβαίνω αγάπη μου. Να περπατήσεις θέλεις ή να πετάξεις;


116.

– Άνοιξε τους ορίζοντές σου αγάπη μου.

– Τι είμαι γλυκιά μου; Καπετάνιος;


115.

Ένας νέος μουσικός λέει στην αρραβωνιαστικιά του μια μέρα πριν τη συναυλία του.

– Αύριο θ’ ανέβω στη σκηνή και θα παίξω μόνο για σένα.

– Μην είσαι τόσο απαισιόδοξος! Θα δεις! Θα ‘ναι κι άλλοι στην αίθουσα!


114.

Μαμά, μαμά, ο Γιαννάκης έδεσε πάλι στην ουρά της γάτας τον τενεκέ.

– Και εσύ γιατί δεν τον εμπόδισες;

– Γιατί την κρατούσα και δεν μπορούσα!

 


113.

– Ξέρεις τι μου θυμίζεις με τα μαλλιά που έχεις;

– Τη μάνα σου!

– Όχι, την Όλι του Ποπάι.

– Καλύτερα να σου θύμιζα τη μάνα σου.


112.

– Τι θα πει ο κακομοίρης ο πατέρας σου, όταν μάθει ότι είσαι στη φυλακή;

– Ρωτήστε τον, εδώ είναι στο διπλανό κελί!


 

111.

– Πώς πήγε η δίαιτα που έδωσα στη γυναίκα σας για ν’ αποκτήσει σιλουέτα;

– Τέλεια, γιατρέ! Εξαφανίστηκε εντελώς την προηγούμενη εβδομάδα!


 

110.

Συζητούν δυο φίλοι σ’ ένα καφέ. Ο ένας λέει συνέχεια για το κορίτσι του και ο άλλος ρωτάει εάν πρόκειται για την Ελένη.

– Ακόμα αυτή θυμάσαι; Την άλλαξα.                       

– Την άλλαξες; Τι είναι ρε το κορίτσι; Babylino;    


109.

– Μωρό μου τι να βάλω το βράδυ για να σου αρέσω;

– Ένα διπλό με πάγο.


108.

– Παιδί μου γιατί ξυπνάς το μεσημέρι;

– Μάνα έχω μεγάλα όνειρα.


107.

Βλέπει ένας τύπος έναν φίλο του με μαύρο μάτι.

– Τι έπαθε το μάτι σου;

– Ξέχασα τα γενέθλια της γυναίκας μου.

– Ε, και τι έγινε;

Αυτό της είπα και εγώ!


106.

– Μωρό μου κοίτα. Έχω να το βάλω 3 χρόνια και ακόμα μου μπαίνει. Τέλειο;

Μαρία σύνελθε, για το σκούφο σου μιλάμε.


105.

Πάντα κρατιόμαστε με τη γυναίκα μου χέρι – χέρι. Αν την αφήσω ψωνίζει.


104.

Η γυναίκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι δίπλα στον άντρα της έτοιμη να του δοθεί ερωτικά. Έχει πολύ ερωτική διάθεση. Γυρίζει προς το μέρος του και τον κοιτάζει παθιασμένα.

– Απόψε…ζήτα μου ό,τι θες!

– Μουσακά.


103.  

– Εάν ήσουν ζώο, τι ζώο θα ήθελες να ήσουν; Ρωτάει η γυναίκα τον άντρα της.

– Οτιδήποτε εκτός από μύγα.

– Γιατί;

– Γιατί τρώει τα πάντα…ακόμα και σκ*τ*!


102.  

Είμαι ο κατάλληλος άντρας για σένα, γιατί είμαι διασταύρωση ενός πολύ σκληρού άντρα και ενός ευαίσθητου.... Και η κοπέλα: Ω! Ένας gay νταλικέρης.


101.  

– Αγάπη μου πες μου κάτι όμορφο…

– Να πας μια εβδομάδα στη μάνα σου.


100.  

– Γυναίκα πάλι σε απάτησα!

– Πήγες με άλλη;

– Όχι, η ίδια ήταν!


099.  

– Μπαμπά πες μου ποια είναι η διαφορά του δωρεάν από το τζάμπα;

– Είναι πολύ απλό γιε μου. Για παράδειγμα, το σχολείο που πας είναι δωρεάν αλλά εσύ τζάμπα πας.


098.  

– Χθες ήρθε στο σπίτι μας η θεία σου η Λίτσα.

– Χέστηκα ρε μάνα.

– Άφησε 300€ για σένα.

– Α, ρε, τη θεία Λίτσα. Στην καρδιά μου την είχα πάντα.


097.

– Πήγα προχτές την κόρη μου σε ματς πυγμαχίας και από την τρομάρα της έχασε τη μιλιά της.

– Και τώρα τι θα κάνεις;

– Θα δοκιμάσω να πάω και τη γυναίκα μου...


096.

Γυρίζοντας από τη δουλειά του, ο σύζυγος λέει στη γυναίκα του:

– Άνοιξα απότομα την πόρτα και μπήκα στο γραφείο του διευθυντή σαν σίφουνας. Χτύπησα τη γροθιά μου πάνω στο γραφείο του κι απαίτησα, ναι, απαίτησα αυταρχικά αύξηση μισθού!

– Ναι; Απορεί η γυναίκα του. Κι εκείνος τι σου είπε;

– Ποιος; Ο διευθυντής; Λείπει ταξίδι. Έκανα πρόβα τζενεράλε γι’ αυτά που θα του πω όταν γυρίσει.


095.

Είναι λοιπόν η γυναίκα ενός τύπου, ο οποίος βρίσκεται διαρκώς στο νοσοκομείο με κρίσεις. Τη μία πέφτει σε κώμα, την άλλη γίνεται καλύτερα κ.ο.κ. Παρόλα αυτά, αυτή ήταν στο πλευρό του κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Σε μια στιγμή, και εκεί που καθόταν και τον κοίταζε που ξάπλωνε στο κρεβάτι του νοσοκομείου, αυτός ανοίγει λίγο τα μάτια του και της ψιθυρίζει με βαρύ τόνο:

– Ξέρεις κάτι; Ήσουν πάντα στο πλευρό μου σε όλες μου τις δύσκολες στιγμές... Όταν απολύθηκα από τη δουλειά μου, ήσουν εκεί να με παρηγορήσεις, όταν η επιχείρησή μου απέτυχε, ήσουν εκεί να με υποστηρίξεις, όταν με πυροβόλησαν στο δάσος, ήσουν εκεί, όταν χάσαμε το σπίτι, ήσουν πάντα μαζί μου... Τώρα που η υγεία μου κλονίστηκε, είσαι συνεχώς στο πλευρό μου...Λοιπόν ξέρεις κάτι;

– Τι αγάπη μου; Τον ρωτάει εμφανώς συγκινημένη η γυναίκα του.

– Τελικά είσαι πολύ γρουσούζα!!!


094.

Ένα ζευγάρι παντρεμένο είκοσι ολόκληρα χρόνια ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους κουβεντιάζουν.

– Άντρα μου, λέει η γυναίκα, αν πεθάνω θα ξαναπαντρευτείς;

– Δε νομίζω! απαντάει εκείνος.

– Δηλαδή, είσαι εναντίον του γάμου; Λέει η γυναίκα.

– Όχι! Αποκρίνεται εκείνος.

– Άρα, του λέει, θα ξαναπαντρευτείς, ε;

– Ε, μάλλον, λέει και εκείνος!

– Και τι, του λέει, θα κοιμάσαι με αυτήν στο ίδιο κρεβάτι που κοιμάσαι μαζί μου;

– Ε, μάλλον, λέει αυτός;

– Και θα ακούει και τους δίσκους μου αυτή;

– Ε, μάλλον, λέει αυτός;

– Και θα φοράει και τα ρούχα μου;

– Ε, μάλλον, ξαναλέει αυτός;

– Και τι, θα φοράει και τις γόβες μου;

– Όχι, αγάπη μου, αυτή φοράει 39 νούμερο παπουτσιών! Αποκρίνεται εκείνος.


093.

Γεύμα με καλεσμένους...ξαφνικά μπαίνουν στην τραπεζαρία τα δυο μικρά παιδιά του οικοδεσπότη τσίτσιδα και κάνουν αργά αργά τον γύρο του τραπεζιού ελαφροπατώντας. Οι γονείς νοιώθουν τόση αμηχανία ώστε κάνουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα και συνεχίζουν την συζήτηση. Οι καλεσμένοι συνεργάζονται. Τελικά, τα παιδιά βγαίνουν απ’ το δωμάτιο και, βγαίνοντας, ακούγεται το ένα να λέει στο άλλο:

– Δεν στο είπα εγώ, ότι αυτή η κρέμα θα μας κάνει αόρατους!


092.

Ένας στρατιώτης φεύγει με το τάγμα του για την Αλγερία. Αμέσως όμως τον στείλανε στη Σαχάρα να πολεμήσει. Τότε εκείνος την ίδια στιγμή στέλνει ένα τηλεγράφημα στη γυναίκα του, για να την πληροφορήσει πως έφτασε καλά. Ο ταχυδρόμος όμως έκανε λάθος και πήγε το τηλεγράφημα στον κάτω όροφο, όπου μόλις είχε πεθάνει ο σύζυγος της κυρίας. Αφήνει λοιπόν το τηλεγράφημα και η χήρα διαβάζει.

<<Έφτασα στον προορισμό μου. Φριχτή ζέστη! Κόλαση! Σε φιλώ ο άντρας σου!>>...


091.

– Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,.....ψιθυρίζει ο νεαρός ερωτευμένος στην αγαπημένη του.

– Και θα παντρευτούμε, αγάπη μου;

– Πάντα τέτοια είσαι. Όλο αλλάζεις θέμα συζήτησης.....


090.

Σ’ ένα περίπτερο, μια κυρία συζητά με την ιδιοκτήτρια:

– Πρέπει να αναγνωρίσω, της λέει κάποια στιγμή, ότι ο άντρας μου δεν έχει κανένα ελάττωμα. Δεν βγαίνει το βράδυ για χαρτιά, δεν πίνει, δεν κοιτάει άλλες γυναίκες. Η μόνη του αδυναμία είναι ένα τσιγάρο μετά από ένα καλό φαγητό .... δηλαδή δύο τρία κάθε μήνα.


089.

Πάει ο Θανάσης στο αφεντικό του και του λέει ότι η γυναίκα του αποφάσισε να κάνει γενική καθαριότητα στο σπίτι και χρειαζότανε τη βοήθειά του, για να καθαρίσουν το υπόγειο, τα πατάρια, να τινάξουν τα χαλιά και να σουλουπώσουν τον κήπο.

– Θανάση, σε χρειάζομαι εδώ, λέει το αφεντικό. Δεν μπορώ να σου δώσω άδεια για αύριο.

– Ευχαριστώ αφεντικό, λέει ο Θανάσης. Το ήξερα ότι μπορώ να βασίζομαι επάνω σου!


088.

Δύο φίλες συζητούν:

– Καλέ, σου έχω πει τι λέει ο αρραβωνιαστικός μου σε όποιον πετυχαίνει στο δρόμο;

– Όχι, για πες...

– Να, λέει ότι θα παντρευτεί την ομορφότερη γυναίκα του κόσμου!

– Αλήθεια; Μα πότε αποφασίσατε να χωρίσετε;


087.

Μια κυρία αγοράζει ένα πανάκριβο φόρεμα. Ο έμπορος παίρνει τα χρήματα που του δίνει η κυρία και με απορία τη ρωτά:

– Γιατί είναι βρεγμένα τα χρήματα;

Και εκείνη:

– Είναι από τα δάκρυα που έχυσε ο άνδρας μου, όταν μου τα έδινε!


086.

Ο εργαζόμενος σύζυγος συνήθως γυρίζει στο σπίτι μετά την δουλειά, δηλαδή, κατά τις 4 το απόγευμα. Μια μέρα όμως γυρνάει στις 10 το βράδυ. Μπαίνοντας στο σπίτι ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος με την γυναίκα του:

– Καλώς τον! Τι έγινε σήμερα και άργησες Superman;

– Ε! Να είπαμε με τα παιδιά από το γραφείο να βγούμε για κάνα ουζάκι μετά την δουλειά.

– Καλά 6 ώρες πίνατε ουζάκια Superman;

– Ε! Μετά τα ουζάκια είπαμε να πάμε για κανένα καφεδάκι.

– Ναι, αλλά πάλι τόσες ώρες είναι πολλές για καφεδάκι, ρε, Superman!

– Βρε, αγάπη μου κάναμε και τις βόλτες στην παραλία. Αλλά τι σ’ έπιασε σήμερα και με λες συνέχεια Superman;

– Αφού μόνο εσύ και ο Superman φοράτε το βρακί πάνω από το παντελόνι!!!


085.

Μεταξύ γειτόνων:

– Ξέρεις ότι χτες το βράδυ ξέχασες τα παράθυρα ανοιχτά και σε είδα στο κρεβάτι με τη γυναίκα σου;

– Όχι, δεν το ήξερα. Μόλις γύρισα από ένα ταξίδι για δουλειές.


084.

Ένας Σκοτσέζος, πάει να συνεχίσει τις σπουδές του σε ένα πανεπιστήμιο στο Λονδίνο. Μετά το πρώτο εξάμηνο, δέχεται την επίσκεψη της μητέρας του.

– Πώς βρίσκεις τους Άγγλους συμφοιτητές σου, παιδί μου, τον ρωτά.

– Άστα μητέρα, είναι τόσο πολύ θορυβώδεις, αφού από το ένα διπλανό διαμέρισμα συνέχεια χτυπούν τον τοίχο και φωνάζουν και από το άλλο διπλανό διαμέρισμα συνεχώς ουρλιάζουν...

– Αχ παιδί μου, και τι κάνεις για να αντιμετωπίσεις αυτούς τους θορυβώδεις αγριάνθρωπους;

– Τι να κάνω μητέρα; Κάθομαι στο κέντρο του δωματίου και....παίζω την γκάιντα μου όσο πιο δυνατά μπορώ!!!


083.

Μια κυρία συμπληρώνει μια αίτηση. Στο τετραγωνάκι αριθμός παιδιών γράφει δέκα, ενώ στο τετραγωνάκι όνομα παιδιών γράφει Έκτορας.

– Κυρία, πρέπει να γράψετε και τα ονόματα των άλλων παιδιών σας, λέει η υπάλληλος.

– Αυτό έκανα, απαντά εκείνη.

– Θέλετε να πείτε ότι όλοι οι γιοί σας ονομάζονται Έκτορας;

– Ναι, απαντά εκείνη.

– Και πώς τους ξεχωρίζετε;

– Απλό. Τους φωνάζω με το επώνυμο.


082.

Παίρνει ο αφέντης στο σπίτι τηλέφωνο:

– Παρακαλώ ποιος είναι; (ο δούλος)

– Εγώ είμαι ο αφέντης σου. Πού είναι η κυρία σου;

– Είναι στο κρεβάτι και κοιμάται με κάποιον.

– Τι;;; Σκότωσε και τους δύο και πέταξε τα πτώματα....

– OK.

Μετά από λίγο λέει πάλι ο δούλος.

– Τους σκότωσα και πέταξα τα πτώματα στην πισίνα.

– Στην πισίνα; Συγγνώμη λάθος νούμερο.


081.

Ήταν ένας κύριος που κάθε πρωί που πήγαινε στη στάση να πάρει το λεωφορείο να πάει στη δουλειά του, τον περίμενε ένας τύπος που του έπιανε το μάγουλο και του έλεγε σιγανά:

– Άρε κερατούκλη...

Αυτό γινόταν κάθε μέρα, ώσπου ο άνθρωπος ανήσυχος ρωτάει τη γυναίκα του τι μπορεί να συμβαίνει.

– Και πού θέλεις να ξέρω εγώ; Του απαντάει εκείνη εκνευρισμένη και εκείνος ησύχασε.

Την άλλη μέρα το πρωί στη στάση του λεωφορείου ο γνωστός τύπος του πιάνει πάλι το μάγουλο και του λέει:

– Άρε κερατούκλη...είσαι και μαρτυριάρης!!


080.

Ένας σύζυγος πηγαίνει στο σιδηροδρομικό σταθμό για να υποδεχτεί τη γυναίκα του που γυρίζει από ταξίδι.

– Δε σε βλέπω ενθουσιασμένο, του λέει η σύζυγος. Για κοίτα εκείνο το ζευγάρι δεξιά μας. Ο άντρας φιλάει τη γυναίκα του για τρίτη φορά.

– Ναι, .... αλλά αυτή πρόκειται να ταξιδέψει.


079.

– Θέλω να μου ψιθυρίσεις βρώμικα πράγματα στ’ αφτί! Λέει μια γυναίκα στον άντρα της.

– Κουζίνα, μπάνιο, σαλόνι, κρεβατοκάμαρα!


078.

Ήταν κάποτε ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Ένα απόγευμα κάθονται να φάνε με τους γονείς τους και όταν η νύφη βρίσκει την ευκαιρία λέει χαμηλόφωνα στον γαμπρό.

– Αγάπη μου, τώρα που παντρευτήκαμε θα ήθελα να σου πω ένα μυστικό. Δεν βλέπω καλά.

– Να σου πω κι εγώ κάτι; Χαμηλόφωνα.

– Πες μου.

– Εγώ είμαι ο πεθερός σου!


077.

Μια γυναίκα επισκέπτεται τον άνδρα της στην φυλακή:

– Αν δεν σε πειράζει, μωρό μου, λέω να ξεσκάσω λίγο τώρα στις γιορτές! Τα Χριστούγεννα θα πάω σε ένα πάρτι που κάνει ένας παλιός φίλος, δηλαδή, τι πάρτι, οι δυο μας θα είμαστε μόνο... και την Πρωτοχρονιά θα πάμε μαζί εκδρομή στο εξοχικό του. Εσύ αγάπη μου, τι σχεδιάζεις να κάνεις τις γιορτές;

– Απόδραση και φόνο.


076.

Είναι ένας πλούσιος και παντρεμένος κύριος που έχει παράνομη καλοκαιρινή σχέση με μία νεαρή κοπέλα. Όταν αυτή του λέει πως είναι έγκυος μη θέλοντας να χαλάσει τον γάμο του της λέει να γυρίσει στην πόλη της και θα της πληρώσει όλα τα έξοδα για την γέννα και επίσης θα της στέλνει ένα μεγάλο ποσό για το παιδί κάθε μήνα. Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση πως δεν θα επικοινωνήσει καθόλου μαζί του για να μην τον πάρει χαμπάρι η γυναίκα του. Εκείνη το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε και τελικά συμφώνησε. Τον ρώτησε όμως πώς θα επικοινωνήσει μαζί του για να τον ενημερώσει για τη γέννα.

Τότε εκείνος της λέει:

– Αν όλα πάνε καλά θα μου στείλεις μία καρποστάλ και θα γράψεις τη λέξη «μακαρόνια». Έτσι θα ξέρω πως γεννήθηκε το παιδί και θα αρχίσω να στέλνω τα χρήματα.

Μετά από 7-8 μήνες τον ενημερώνει η γυναίκα του πως έλαβε μία περίεργη καρποστάλ για εκείνον.

Την παίρνει αυτός, ταράζεται, χλομιάζει και λιποθυμά. Η κάρτα έγραφε:

– Μακαρόνια, Μακαρόνια, Μακαρόνια, τα δύο με γαρίδες το ένα χωρίς!


075.

– Άκου Ελένη μου, ο ταχυδρόμος λέει ότι έχει κοιμηθεί με όλες τις παντρεμένες γυναίκες της πολυκατοικίας μας, εκτός από μία!

– Α.. θα είναι αυτή η ψηλομύτα του τρίτου!


074.

Μία ομάδα από άντρες κάθονται στη σάουνα και συζητούν για δουλειές και μετοχές, όταν ξαφνικά χτυπάει ένα κινητό.

– Γεια σου μωρό μου, είσαι στο κλαμπ;

– Ναι, καλή μου.

– Αγάπη μου δε θα το πιστέψεις αλλά είμαι μπροστά στου YSL και υπάρχει ένα πανέμορφο μινκ προσφορά στη βιτρίνα.

– Πόσο κάνει καλή μου;

– Το σκοτώνουν. Μόνο 95.000 €. Το πιστεύεις;

– Μα, δεν έχεις ήδη πολλά παλτά;

– Σε παρακαλώ αγάπη μου, είναι μοναδικό!

– Καλά, καλά, να το πάρεις!

– Σ ευχαριστώ καρδιά μου. Α, για να μη σε κρατώ πολύ, πέρασα από τη Mercedes το πρωί και είδα το νέο κάμπριο. Πέθανα! Μίλησα στον πωλητή και αυτό που έχει στην έκθεση είναι ολοκαίνουργιο, με δερμάτινα καθίσματα, υδραυλικά, ηλεκτρικά, τα πάντα. Χρώμα χρυσό! Τι λες;

– Έλα τώρα γλυκιά μου, έχουμε ήδη πολλά αυτοκίνητα!

– Μα, μου είχες υποσχεθεί ότι μπορώ να πάρω ένα κάμπριο!

– Πόσο κάνει;

– Δε θα το πιστέψεις, αλλά ο πωλητής είπε ότι θα μας το αφήσει μόνο 1.500.000€, full extra, κομπλέ, με το κλειδί στο χέρι!!!

– Καλά, καλά, άντε πάρε και αυτό!

– Μωρό μου σε λατρεύω. Είσαι ο καλύτερος σύζυγος που θα μπορούσε να έχει μια γυναίκα. Ελπίζω να μην το παρακάνω αλλά θυμάσαι το ταξίδι που είχαμε κάνει στο Παρίσι; Θυμάσαι το ξενοδοχείο με την πισίνα και τα γήπεδα του τένις; Πουλιέται. Το είδα το πρωί στο μεσιτικό γραφείο. Αν το αγοράζαμε θα είχαμε το τέλειο μέρος να μείνουμε τους κρύους μήνες του Χειμώνα!!!

– Να σου πω, το είχα σκεφτεί κι εγώ. Πουλιέται είπες;

– Αλήθεια; Το είχες σκεφτεί; Να πάω να κάνω μια προσφορά; Ξέρεις, δεν είναι πολύ ακριβό και θα ταίριαζε στον τρόπο ζωής μας!

– Πόσο το έχουν;

– Μόνο 180.000.000€ αγάπη μου. Είναι ευκαιρία!

– Νομίζω έχουμε λεφτά στην άκρη. Πήγαινε και κάνε μια προσφορά αλλά με τίποτα πάνω από 165.000.000€.

– Τελικά, η σημερινή μέρα είναι καταπληκτική! Δε βλέπω την ώρα να σε πετύχω το βράδυ στο σπίτι για να το γιορτάσουμε!!!

– Τα λέμε το βράδυ καλή μου.

Ο τύπος κλείνει το κινητό και ρωτά δυνατά:

– ΡΕ ΣΕΙΣ! ΠΟΙΑΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΕΔΩ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ;;;;;


073.

Ο πατέρας στον γιο του:

– Σήμερα, αγόρι μου, κλείνεις τα 17. Σου επιτρέπω να καπνίσεις ένα τσιγάρο!

– Όχι, ευχαριστώ μπαμπά.

– Μα, καλά δε θες ούτε να δοκιμάσεις;

– Μπα, όχι! Το ’χω κόψει δυο χρόνια τώρα.


072.

Ένας παντρεμένος αποφασίζει να μείνει αργά στο γραφείο γιατί έχει στο μάτι τη σέξι γραμματέα του. Τηλεφωνάει λοιπόν στη γυναίκα του ότι θα αργήσει. Μετά τη δουλειά πάνε με τη γραμματέα για φαΐ, η τύχη του δεν τον εγκαταλείπει και καταλήγουν για δυο ολόκληρες ώρες στο διαμέρισμά της για τα περαιτέρω.....

...Πάει στο μπάνιο ο τύπος να σενιαριστεί για την επιστροφή και διαπιστώνει μια κατακόκκινη βούλα από πιπιλιστό φιλί στο λαιμό φάτσα. Πανικός!....

– Τι θα πω στη γυναίκα μου;;;;....

Φτάνει σπίτι και με το που ξεκλειδώνει την πόρτα, τρέχει ο σκύλος να τον προϋπαντήσει.

«Αυτός είσαι!» σκέφτεται ο τύπος, πέφτει στο χαλί, κάνει ότι τάχα προσπαθεί να κρατήσει σε απόσταση το ζώο και κρατώντας τον λαιμό του με το ένα χέρι

– Αγάπη μου, κοίτα τι μου έκανε στο λαιμό ο σκύλος!

Κι αυτή, ανοίγοντας την μπλούζα της:

– Άτιμο ζώο! Εμένα κοίτα τι μου έκανε στο στήθος!


071.

Λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του:

– Όλες αυτές οι συζητήσεις θα έλειπαν αν ο πατέρας σου μου έδινε επιτέλους εκείνα τα χρήματα που μου υποσχέθηκε όταν παντρευτήκαμε.

– Μα σου τα δίνει λίγα-λίγα!

– Ναι, αλλά εγώ σε πήρα ... μια και καλή!!!


070.

– Μπάτμαν πού πας;

– Μια βόλτα στην Γκόθαμ σίτυ.

– Την μπέρτα δε θα τη βάλεις;

– Άσε με, ρε, μάνα!


069.

– Είναι οικονόμος ο άντρας σου;... Ρωτά κάποια κυρία τη φίλη της.

– Τρομερά, απαντά η άλλη. Σκέψου ότι ανέβαλε ως τώρα δυο φορές ν’ αγοράσει παγκόσμιο χάρτη, γιατί περιμένει να τακτοποιηθούν όλα τα διεθνή ζητήματα, για να μην αγοράσει και δεύτερο....


068.

Συζητούν δύο παντρεμένοι:

– Εμένα η γυναίκα μου, είναι ένας άγγελος, λέει ο πρώτος.

– Άρε τυχεράκια, απαντά ο δεύτερος. Εμένα ζει ακόμη.


067.

Τρεις φίλοι συζητάνε για τις γυναίκες τους και για το πως μπορούν να τις κάνουν να μην γκρινιάζουν. Λέει ο πρώτος:

– Εγώ παιδιά πέρσι την πήγα Παρίσι και φέτος λέω να την πάω Λονδίνο.

Ο δεύτερος:

– Εγώ πέρσι την πήγα Ν. Υόρκη και φέτος λέω να την πάω Λος Άντζελες...Εσύ μωρέ Μανωλιό;

(λένε στον τρίτο και κρητικό της παρέας).

– Εγώ μωρέ κοπέλια την πήγα σ ‘ένα σπιτάκι ερημικό απάν στον Ψηλορείτη!

– Και φέτος;

– Εφέτος, μωρέ, λέω να πάω να την πάρω!!!


066.

Ένας άντρας μιλάει με τη γυναίκα του και δυσαρεστημένος καταλήγει.

– Πότε πήγες για τελευταία φορά στον οδοντίατρο;

– Θα έχει κάνα μήνα…Γιατί;

– Μυρίζουν τα χνότα σου πολύ άσχημα. Το ίδιο συμβαίνει και όταν σε φιλάω. Εισπράττω μια πολύ άσχημη γεύση.

– Σ’ ευχαριστώ για το κομπλιμέντο! Με πολύ παράπονο.

– Αλήθεια! Και αυτό το καταλαβαίνω τώρα τελευταία. Γι’ αυτό σε ρώτησα για τον οδοντίατρο. Τι έκανε και υπάρχει αυτή η αλλαγή;

– Νομίζω μου έβαλε μια γέφυρα.

– Αυτό είναι! Κάποιος έχ@σ@ κάτω απ’ τη γέφυρα!


065.

Η σύζυγος:

– Σου έδωσα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου.

Ο σύζυγος:

– Και τώρα τι θέλεις; Τιμολόγιο;


064.

Στο νησί, ο μικρός λέει στον πατέρα του:

– Μπαμπά, μπορούμε να πούμε ότι ένα πράγμα χάθηκε, αν ξέρουμε πού είναι;

– Ασφαλώς, όχι.

– Τότε η φωτογραφική μηχανή δεν χάθηκε, γιατί ξέρω που είναι.

– Πού;

– Στον πάτο της θάλασσας!


063.

Το πλοίο φθάνει στο λιμάνι. Βγαίνουν όλοι οι ναύτες εκτός από έναν.

– Γιατί μόνος; Δεν έχεις γυναίκα στο λιμάνι; Του λέει ο πλοίαρχος.

– Ίσα-ίσα, είμαι ο μόνος που έχω καπετάνιε μου.


062.

Αγάπη μου, που θα με πας για την ασημένια επέτειο του γάμου μας;

– Στο Κανκούν μωρό μου.

– Και για την χρυσή;

– Θα έρθω να σε πάρω.


061.

Ο μικρός...

– Δεν μου λες, μπαμπά, την είχες γνωρίσεις καλά τη μαμά πριν παντρευτείτε;

Ο μπαμπάς (αναστενάζοντας)...

– Έτσι, νόμιζα, παιδάκι μου.......


060.

Ένα κοριτσάκι, παρακολουθώντας για πρώτη φορά έναν γάμο, ψιθυρίζει στην μητέρα του:

– Γιατί η νύφη φοράει λευκά;

– Γιατί το λευκό είναι το χρώμα της χαράς και σήμερα είναι η πιο χαρούμενη μέρα της ζωής της! Απαντάει η μητέρα της, όσο πιο απλά μπορούσε.

Το κοριτσάκι μετά από λίγη σκέψη, λέει:

– Τότε ο γαμπρός, γιατί φοράει μαύρα;


059.

Πεθαίνουν δυο άνθρωποι ο ένας από συγκοπή ο άλλος από πνευμονία. Συναντιούνται στον παράδεισο και λέει ο δεύτερος στον πρώτο:

– Πώς πέθανες;

– Από συγκοπή. Εσύ πώς πέθανες;

– Από πνευμονία. Πώς την έπαθες τη συγκοπή;

– Ήμουν στο γραφείο και με παίρνει ένας άγνωστος τηλέφωνο και μου λέει: η γυναίκα σου σε κερατώνει. Παρατάω τη δουλειά, παίρνω το αμάξι και πηγαίνω στο σπίτι. Μπαίνω στην κρεβατοκάμαρα...τίποτα. Στο μπάνιο τίποτα. Στο πατάρι τίποτα. Στο γκαράζ τίποτα και στη κουζίνα τίποτα και από τη χαρά μου έπαθα συγκοπή.

– Πάρ’ τα βλάκα. Αν άνοιγες το ψυγείο τώρα θα ζούσαμε και οι δύο. 


058.

Ένα ζευγάρι συζητά για τις διακοπές:

– Λοιπόν, γυναίκα, πρέπει να αποφασίσεις. Διακοπές στη Χαβάη ή διακοπές στο χωριό σου για να μπορέσω να σου αγοράσω εκείνο το μενταγιόν που είδαμε τις προάλλες.

– Διακοπές στη Χαβάη!

– Πώς κι έτσι;

– Να, έχω ακούσει ότι εκεί τα κοσμήματα είναι φτηνά...


057.

Ένας κύριος διαμαρτύρεται στο γείτονά του:

– Ο γιος σας πέταξε μια πέτρα, του λέει.

– Σας πέτυχε; Ρωτάει ο πατέρας.

– Ευτυχώς όχι, απαντά αυτός.

– Ε, τότε σίγουρα δεν ήταν ο γιος μου!


056.

– Αγαπάς τα ζώα, Μάκη;

– Θα σου έλεγα "ναι", αλλά θα το πάρεις πάνω σου!


055.

Ένας τύπος πήγε επίσκεψη στο σπίτι ενός παλιού φίλου του, που είχε να τον δει πολύ καιρό. Στο τραπέζι εκεί που τρώγανε, ο φίλος του τύπου αποκαλούσε τη γυναίκα του με διάφορα κολακευτικά ονοματάκια, γλυκιά μου, καρδούλα μου, μπριζολάκι μου, ζουζουνάκι μου και τέτοια παρόμοια. Ο τύπος εντυπωσιάστηκε, επειδή οι φίλοι του ήταν παντρεμένοι 65 χρόνια. Όταν η γυναίκα του φίλου του ήταν στην κουζίνα του λέει:

– Είναι θαυμάσιο έπειτα από τόσα χρόνια γάμου να χρησιμοποιείς τέτοιες λέξεις.

Και ο φίλος του κοιτάζοντας προς το ταβάνι…

– Τι να κάνω, πριν από δέκα χρόνια ξέχασα το όνομά της.


054.

Κάθεται ένα ζευγάρι και κοιτάζει τα αστέρια ένα βράδυ και λέει το αγόρι:

– Ένα αστέρι πέφτει, γρήγορα κάνε μια ευχή!!

– Θέλω να με παντρευτείς!

– Μπα, αεροπλάνο ήταν...


053.

Σ’ ένα μικρό χωριό γίνεται ένας γάμος κι ο παπάς ρωτάει.....

– Αν κάποιος έχει αντίρρηση γι’ αυτόν το γάμο ας μιλήσει τώρα, αλλιώς ας σωπάσει για πάντα.

– Ναι, εγώ ακούγεται μια λεπτή δειλή φωνούλα.

Τότε ο παπάς ρίχνει μια άγρια ματιά και απαντάει.....

– Σιωπή,.........εσύ είσαι ο γαμπρός!


052.

Η σύζυγος παίρνει το αυτοκίνητο να πάει στην πόλη για να κάνει τα ψώνια της.

Μετά από λίγο χτυπάει το τηλέφωνο και το πιάνει ο άντρας της. Είναι ένας γιατρός από το νοσοκομείο και του λέει ότι η γυναίκα του είχε ένα τρομερό ατύχημα.

– Έχω καλά και κακά νέα, του λέει ο γιατρός.

– Ποια είναι τα κακά νέα; Λέει ο άντρας.

– Λοιπόν, η γυναίκα σας δεν θα περπατήσει ποτέ ξανά στην ζωή της, θα πρέπει να την ταΐζετε, δεν έχει έλεγχο στις σωματικές της λειτουργίες, πιθανώς να σας

κοστίσει όσα λεφτά έχετε και όσα πρόκειται να βγάλετε για όλη σας τη ζωή για να την φροντίζετε..

–Θεέ μου!!! , λέει ο άντρας της φανερά τρομοκρατημένος, και τα καλά νέα ποια είναι;

Έχει πάθει αμνησία…


051.

Γυναίκα:

– Αγάπη μου; Κοιμάσαι με άλλες γυναίκες;

– Όχι, αγάπη μου, μόνο μαζί σου. Με τις άλλες μένω ξύπνιος όλο το βράδυ!


050.

Πάει ένα ζευγάρι στον ζωολογικό κήπο και βλέπουνε έναν γορίλα στο κλουβί του.

Γυρνά ο άνδρας και λέει στη γυναίκα:

– Δείξε του λίγο το πόδι σου από πάνω μέχρι κάτω να τον αναστατώσεις.

Του δείχνει η γυναίκα και ο γορίλας άρχισε να χτυπιέται.

– Δείξε του και λίγο στήθος.

Το κάνει η γυναίκα και ο γορίλας αναστατωμένος αρχίζει να χτυπάει τα κάγκελα του κλουβιού.

– Ωραία, λέει ο άνδρας. Τώρα πες του ότι έχεις πονοκέφαλο!  


049.

Ένας Έλληνας που ζει στη Γερμανία τρέχει με το αυτοκίνητό του για να προλάβει το πλοίο του στην Αγκόνα. Το χάνει και από τα νεύρα του κλωτσάει κάτι κούτες και από μέσα τους πέφτει ένα λυχνάρι και γίνεται κομμάτια. Το τζίνι που βγαίνει από μέσα, του λέει.

– Σ’ ευχαριστώ που μ’ ελευθέρωσες. Κάνε μια ευχή και θα στην πραγματοποιήσω.

– Θέλω να ενώσεις την Ιταλία με την Ελλάδα με μια γέφυρα.

– Οοο αυτό αφέντη δε γίνεται. Η απόσταση είναι πολύ μεγάλη, διαφορετικά κράτη αλλά και η ευρωπαϊκή φορολογία. Θα χρειαστούν πολλοί εργάτες που θα πρέπει να δηλωθούν και πολλά αλλά που καθιστούν αυτή την ευχή ακατόρθωτη. Ζήτησε κάτι άλλο.

– Τότε, θέλω να με καταλαβαίνει η γυναίκα μου.

– Από πού θέλεις να ξεκινήσει η γέφυρα;


048.

Ένας άντρας πήγε με την γυναίκα του σε ένα πολυτελέστατο ξενοδοχείο και ρωτάει λοιπόν τον ξενοδόχο πόσο κάνει το δωμάτιο για δέκα ημέρες. - 50 ευρώ του απαντάει ο ξενοδόχος. - Ωραία λέει στην γυναίκα του θα κάτσουμε δεν είναι πολύ ακριβά! Περνάνε οι δέκα ημέρες και πάει να πληρώσει το δωμάτιο. Βγάζει 500 ευρώ και τα δίνει στον ξενοδόχο. Αυτός του λέει ότι το δωμάτιο κάνει 1000 ευρώ.

– Μα, κύριέ μου, του λέει ο ξενοδόχος, το ξενοδοχείο είναι υπερπολυτελείας και έχει απ’ όλες τις ανέσεις, π.χ. έχει πισίνα και κοστίζει 100 ευρώ.

– Μα, εγώ δεν χρησιμοποίησα την πισίνα...

– Εκεί ήταν ας πήγαινες. Ακόμα έχει γήπεδο του τένις και κοστίζει 200 ευρώ.

– Μα, εγώ δεν έπαιξα τένις.

– Εκεί ήταν κύριε μου ας πήγαινες. Το ξενοδοχείο μας έχει και σάουνα και κοστίζει 200.

– Μα, εγώ δεν έκανα σάουνα.

– Εκεί ήταν η σάουνα ας πήγαινες.

– Βγάζει λοιπόν 500 ευρώ και του τα ακουμπάει πάνω στην ρεσεψιόν.

– Μα, κύριε σας είπα ότι κάνει 1000 ευρώ οι δέκα μέρες για το δωμάτιο.

– Ναι, του λέει αυτός, 500 ευρώ για το δωμάτιο και 500 ευρώ για δέκα ημέρες που πήγαινες με τη γυναίκα μου.

– Μα, τι λέτε κύριε εγώ δεν πήγα με την γυναίκα σας.

– Εκεί ήταν ας πήγαινες.....


047.

Χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι και το σηκώνει ο μικρός Γιαννάκης.

– Ορίστε, λέει ψιθυριστά

– Δώσε μου τον πατέρα σου, λέει ένας κύριος.

– Δεν μπορώ τώρα, απαντά ξανά ψιθυριστά ο Γιαννάκης.

– Γιατί αγόρι μου, λέει ο κύριος.

– Είναι απασχολημένος, ψιθυρίζει ο Γιαννάκης.

– Καλά παιδί μου, δώσε μου την μητέρα σου, λέει ο κύριος.

– Δεν μπορώ είναι και αυτή απασχολημένη, ψιθυρίζει ο Γιαννάκης.

– Δεν πειράζει δώσε μου τον παππού, ξαναλέει ο κύριος.

– Δεν μπορώ ούτε αυτόν, κύριε, είναι απασχολημένος, ψιθυρίζει ο Γιαννάκης.

– Εντάξει δώσε μου τότε την γιαγιά, λέει ενοχλημένος ο κύριος.

– Δεν μπορώ, είναι απασχολημένη κι' αυτή, ψιθυρίζει ο Γιαννάκης.

– Καλά παιδί μου όλοι απασχολημένοι είναι; Τι κάνουν επιτέλους; λέει ο κύριος.

– Ψάχνουν να με βρουν κύριε, ψιθυρίζει ο Γιαννάκης. 


046.

Μπαίνει ένας κλέφτης σ’ ένα σπίτι. Το ζεύγος ξυπνάει τρομαγμένο και βλέπει μπροστά του τον κλέφτη.

– Θα σας σκοτώσω αλλά προτού το κάνω θέλω να μάθω τα ονόματά σας. Λέει αυτός.

Ο Άντρας σκουντά τη γυναίκα του και έτσι αυτή λέει.

– Φωτεινή… (διστακτικά)

– Φωτεινή; Το όνομα της μάνας μου! Είσαι τυχερή. Εσένα θα σε αφήσω να ζήσεις. Εσένα πως σε λένε; Γυρίζοντας προς τον άντρα.

– Νίκο, αλλά με φωνάζουν χαϊδευτικά Φωτεινή.


045.

Κόντρα αντρών- γυναικών:

Ένα αντρόγυνο:

Γυναίκα: Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν!

Άντρας: Και όλες οι κατσίκες!

Συμπέρασμα: Κανένα!;


044.

Ήταν ένα αντρόγυνο που ήταν πολλά χρόνια παντρεμένο. Η γυναίκα από τότε που παντρευτήκαν, γκρίνιαζε συνέχεια. Κάθε μέρα κρεβατομουρμούρα και πολύ έντονη πίεση. Ο άντρας σκεφτόταν συνέχεια τι θα κάνει, ώσπου κάποια στιγμή το βρήκε. Ήθελε επειγόντως να βρει την ησυχία του.

– Τι θα έκανες αν κάποια μέρα κέρδιζα στο λόττο; Της λέει κάποια μέρα.

– Θα έπαιρνα τα μισά χρήματα και θα έφευγα στη μάνα μου.

Τότε αυτός βγάζει από την τσέπη του 2 πεντάευρα, της δίνει το ένα και της λέει.

– Χθες κέρδισα 10 ευρώ. Πάρε τα 5 και χαιρετισμούς στη μάνα σου!


043.

Η σύζυγος μπαίνει στην κουζίνα και βρίσκει τον άνδρα της να κυνηγάει μύγες.

– Τι κάνεις εκεί;

– Κυνηγάω μύγες, απαντάει αυτός.

– Σκότωσες καμία;

– Αμέ, 3 αρσενικές και 2 θηλυκές.

– Τι; Ξεχωρίζεις τις αρσενικές από τις θηλυκές;

– Ναι. Οι τρεις πήγαν στην μπύρα, και οι δύο στο τηλέφωνο!


042.

Ο σύζυγος στο κρεβάτι του Νοσοκομείου ύστερα από σοβαρό τροχαίο ατύχημα.

Η ζωηρή σύζυγος δίπλα του.

– Αγάπη μου όπως βλέπεις πεθαίνω. Πες μου πριν αφήσω την ψυχή μου, με απάτησες ποτέ;

– Θέλεις να πω την αλήθεια;

– Ναι, αγάπη μου!

– Κι αν δεν πεθάνεις;


041.

Παντρεύτηκα δυο φορές αλλά δυστυχώς στάθηκα άτυχος.

– Τι κρίμα. Γιατί;

– Η πρώτη μου γυναίκα με παράτησε.

– Και η δεύτερη;

– Η δεύτερη έμεινε.


040.

Ο πατέρας του Πετράκη είχε αγανακτήσει. Παραπρόπερσι ο Πετράκης, στις Απόκριες, είχε ντυθεί Σταχτοπούτα. Πρόπερσι, είχε ντυθεί Χιονάτη και πέρσι είχε ντυθεί, Ωραία Κοιμωμένη! Τι θα ντυνόταν φέτος;

Την επόμενη μέρα, ο Πετράκης πήγε στον πατέρα του:

– Μπαμπά, θα μου πάρεις μία ασπίδα;

– Και βέβαια παιδί μου!

– Θα μου πάρεις και ένα σπαθί;

– Σίγουρα παιδί μου!

– Και θα μου πάρεις κι ένα θώρακα;

– Ό,τι θέλει ο γιόκας μου! Θέλει τίποτα άλλο το καμάρι μου;

– Όχι, μπαμπά.

– Μόνο, πες μου, τι θα ντυθείς φέτος, Πετράκη;

– Ζήνα!


039.

Μια κοπέλα φέρνει σπίτι τον φίλο της να τον γνωρίσει στους γονείς της, μια που αποφάσισαν να παντρευτούν.

– Ποια είναι λοιπόν τα σχέδιά σου; ρώτησε ο πατέρας της κοπέλας.

– Έχω πάρει υποτροφία για το Πανεπιστήμιο, απάντησε ο νεαρός .

– Υποτροφία .... μμμμμ .... Αξιοθαύμαστο, αλλά πώς θα μπορέσεις να παράσχεις στην κόρη μου ένα σπίτι για να ζήσει όπως έχει συνηθίσει;

– Θα μελετήσω σκληρά κι έχει ο Θεός.

– Και τι θα κάνεις για να προσφέρεις στην κόρη μου το δαχτυλίδι αρραβώνων που της αξίζει;

– Θα αφοσιωθώ στις σπουδές μου κι έχει ο Θεός.

– Και παιδιά; Πώς θα μπορέσεις να συντηρήσεις παιδιά;

– Μην ανησυχείτε κύριε, έχει ο Θεός.

Η όλη συζήτηση συνεχίστηκε έτσι και κάθε φορά που ο πατέρας της κοπέλας ρωτούσε κάτι, ο ιδεαλιστής γαμπρός επέμενε ότι έχει ο Θεός.

Αργότερα η μητέρα της κοπέλας ρώτησε τον άντρα της:

– Πώς πήγε η κουβέντα σας;

– Δεν έχει δουλειά, δεν έχει σχέδια για το μέλλον αλλά τουλάχιστον πιστεύει ότι είμαι Θεός.


038.

Ένα ζευγάρι είχε την επέτειο του γάμου του και βγήκε έξω να το γιορτάσει. Στο μαγαζί που πήγαν η γυναίκα παρήγγειλε σούπα και ο άντρας ψάρι. Μόλις τα έφερε ο σερβιτόρος ό άντρας της έδωσε ένα πανάκριβο δαχτυλίδι. Αυτή συγκινημένη έσκυψε μπροστά του έπιασε τα χέρια και του είπε

– Σήμερα που είναι η επέτειος νιώθω κάτι να καίει την καρδιά μου.. και ο άντρας απαντά.

– Ε, βέβαια, αφού το στήθος σου είναι μέσα στη σούπα!!


037.

– Μαμά, όταν μεγαλώσει κάποιος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει; Ρωτάει ο Νικολάκης.

– Ναι, παιδί μου! Γιατί ρωτάς;

– Για τον μπαμπά! Πότε θα μεγαλώσει;


036.

– Δεν είναι εδώ ο κύριός σου;

– Όχι. Έφυγε για ταξίδι

– Αναψυχής;

– Δε νομίζω, γιατί πήρε και τη γυναίκα του μαζί.


035.

Ένα βράδυ που είχε μία δυνατή καταιγίδα, η μαμά έβαζε το μικρό να κοιμηθεί.

– Μαμά, θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε; Φοβάμαι...

– Όχι, αγάπη μου. Αφού το ξέρεις ότι εγώ πρέπει να κοιμηθώ με τον μπαμπά.

– Α, τον φοβιτσιάρη!


034.

Το κάπνισμα αλλάζει τη φωνή της γυναίκας ;;;

– Πάρα πολύ!!!! Να δοκιμάσετε να τινάξετε τις στάχτες από τσιγάρο στο χαλί!!!


033.

Ο σύζυγος ξεκινάει να βάφει το ταβάνι του σαλονιού στο σπίτι..

– Περίμενε αγάπη μου, του φωνάζει η γυναίκα του. Θα σου φέρω εφημερίδες.

– Δεν τις χρειάζομαι αγάπη μου, θα φέρω την σκάλα απ’ έξω και θα φτάσω στο ταβάνι σίγουρα.....


032.

Δύο φίλοι συναντιούνται:

– Το ξέρεις ότι ο Γιάννης είναι τραυματισμένος άσχημα στο νοσοκομείο;

– Πώς είναι δυνατόν; Τον είδα χθες βράδυ αγκαλιά με μια πανέμορφη κοκκινομάλλα.

– Τον είδε όμως και η γυναίκα του....


031.

Παιδί προς τη μάνα του.

– Σήμερα ζάντα στο σχολείο! Έφαγα φλας!

– Όλο τέτοιες αηδίες πας και τρως και μετά έρχεσαι εδώ και δε θέλεις τίποτα!


030.

Η μαμά στον γιό:

– Μέτρα, Λάκη μου, να δει ο θείος μέχρι που ξέρεις να μετράς.

Αρχίζει ο Λάκης:

– Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε...

– Μπράβο αγοράκι μου, συνέχισε.

– Έξι, εφτά, οχτώ, εννιά...

– Πολύ ωραία. Παρακάτω;

– Δέκα, βαλές, ντάμα, ρήγας!


029.

Κάποια νοικοκυρά αντιμετωπίζει το εξής πρόβλημα κάθε φορά που περνούνε τα τρένα από τις γραμμές δίπλα στο σπίτι της. Η μεγάλη ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας έπεφτε κάτω! Γινόταν αυτό επανειλημμένα. Άνω κάτω τα ρούχα συνέχεια κι αποφασίζει λοιπόν και αυτή να φωνάξει έναν ξυλουργό να δει τι μπορεί να κάνει. Έρχεται λοιπόν ο ξυλουργός, μαθαίνει για το πρόβλημα, στερεώνει καλά την ντουλάπα καρφώνοντας την στο πάτωμα κι εκεί που ετοιμαζόταν να φύγει να σου περνάει το τρένο και πέφτει η ντουλάπα κάτω. Τι στο καλό, σκέφτεται ο ξυλουργός, θα την στερεώσω. Την στερεώνει αλλά σε λίγο πάλι τα ίδια! Τώρα όχι μόνο την καρφώνει στο πάτωμα αλλά και στον τοίχο και την δένει και σε αλλά έπιπλα, στηρίγματα κτλ. κτλ.. Λοιπόν λέει ο ξυλουργός στην γυναίκα, μου έχει σπάσει τα νεύρα θα μπω τώρα μέσα στην ντουλάπα να περιμένω να περάσει το τρένο να δω τι στο διάολο συμβαίνει. Μια και δυο λοιπόν μπαίνει μέσα και περιμένει ...

Δεν θα είχαν περάσει 5 λεπτά και μπαίνει ξαφνικά στο σπίτι και στο δωμάτιο ο σωματώδης ζηλιάρης, νταλικέρης άντρας της κυρίας ο οποίος πάντα υποψιαζόταν ότι η συμβία του, του τα φορούσε. Ανοίγει λοιπόν την ντουλάπα να πάρει ένα πουκάμισο ο άνθρωπος και τι να δει; Αυτό που πάντα υποψιαζόταν, δηλαδή, έναν άντρα στην ντουλάπα

Σε έξαλλη κατάσταση λέει στον ξυλουργό :

– Ρε, κάθαρμα , τι κανείς εσύ εδώ;;

Κι ο ξυλουργός:

– Τώρα, αν σου πω ότι περιμένω το τρένο θα με πιστέψεις;


028.

Στον ασφυκτικά γεμάτο ανελκυστήρα, η Καίτη είναι εξαγριωμένη με τον άντρα της, που έχει στριμωχτεί πάνω σε μια ωραιότατη ξανθιά και δείχνει να το απολαμβάνει. Μόλις ο ανελκυστήρας έφτασε στο ισόγειο, γυρνάει η ξανθιά, ρίχνει ένα χαστούκι στον άντρα της Καίτης και του λέει:

– Να, για να μάθεις να μην τσιμπάς άγνωστες γυναίκες.

Αυτός έχει μείνει κόκαλο και μετά από λίγο λέει στη γυναίκα του:

– Μα... δεν την τσίμπησα την κοπέλα.

– Ασφαλώς και δεν την τσίμπησες, του λέει εκείνη. Εγώ την τσίμπησα!


027.

– Γιατρέ μου, πιστεύω πως η γυναίκα μου έχει κουφαθεί!

– Κοίτα, αν δε θέλει να έρθει εδώ για να την εξετάσω, μπορείς να κάνεις ένα απλό τεστ για να σιγουρευτούμε. Θα σταθείς πίσω της και αρκετά μακριά και θα τη ρωτήσεις κάτι. Αν δεν απαντήσει, θα πλησιάσεις ένα βήμα και θα ξαναρωτήσεις. Θα συνεχίσεις έτσι μέχρι που να σε ακούσει και μετά θα έρθεις να μου πεις την απόσταση.

Ο κύριος επιστρέφει σπίτι, μπαίνει μέσα και βλέπει τη γυναίκα του να μαγειρεύει στην κουζίνα.

– Αγάπη μου τι έχουμε για φαγητό;

Δεν ακούει τίποτε οπότε πλησιάζει και ξαναρωτάει. Τίποτε. Συνεχίζει να πλησιάζει και να ρωτάει ώσπου φτάνει ένα βήμα πίσω της.

– Αγάπη μου τι έχουμε για φαγητό;

Και η γυναίκα του απαντάει:

– Για ενδέκατη φορά σου λέω. Μακαρόνια με κιμά!


026.

Ένας πάει στον κινηματογράφο και λέει:

– Θέλω δύο εισιτήρια.

– Για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα;

– Όχι, για μένα και την κόρη μου.


025.

Σ’ ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, η γυναίκα λέει στον άντρα της.

– Πήγαινε ν’ αγοράσεις 2 κιλά ντομάτες απ’ τον μανάβη.

– Κι αν το ξεχάσω ή ακόμα μπερδευτώ;

– Για να μη συμβεί αυτό να λες συνέχεια πηγαίνοντας προς τα εκεί, 2 κιλά ντομάτες!

Έτσι ο ηλικιωμένος άντρας φεύγει για το μανάβικο επαναλαμβάνοντας χαμηλόφωνα.

«2 κιλά ντομάτες, 2 κιλά ντομάτες, 2 κιλά ντομάτες.» Το επαναλάμβανε συνέχεια, ώσπου φτάνει στο μανάβικο. Ο μανάβης τον βλέπει και του λέει.

– Τι θα θέλατε κύριε;

– 2 κιλά πατάτες!


024.

Ένα νεαρό ζευγάρι, ανεβασμένο σε μια μηχανή, σταματάει στο κόκκινο φανάρι. Ο οδηγός έχει φαγούρα στο κεφάλι του και το ξύνει πάνω απ’ το κράνος. Η σύντροφός του, του λέει.

– Γιατί δε βγάζεις το κράνος για να ξύσεις το κεφάλι σου;

– Γιατί εσύ για να ξύσεις τον πισινό σου βγάζεις τη φούστα;


023.

Ένας έβαλε μια αγγελία: "Ζητώ γυναίκα για σύζυγο". Την άλλη μέρα πήρε 10 απαντήσεις με το ίδιο κείμενο: "Πάρε τη δικιά μου" ...


022.

Ένα ζευγάρι είναι στο κρεββάτι και προσπαθούν να κοιμηθούν, αλλά ο σκύλος του γείτονα γαβγίζει συνέχεια. Η γυναίκα ζητάει από τον άνδρα να κάνει κάτι. Ο άνδρας σηκώνεται, ντύνεται και πάει στο διπλανό σπίτι. Γυρίζει 30 λεπτά αργότερα και ξαπλώνει ξανά στο κρεβάτι. Μια και ο σκύλος εξακολουθεί να γαβγίζει ακατάπαυστα, η γυναίκα γυρνάει και τον ρωτάει:

– Μα, νόμιζα ότι θα έκανες κάτι για το σκύλο!

– Έκανα. Τον έβαλα στη δική μας αυλή. Να δούμε, θα τους αρέσει;


021.

Συζήτηση μεταξύ του γιου και του μπαμπά του:

– Νομίζω ότι τώρα που έγινες 15, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το σεξ.

– Ναι, πατέρα. Για πες μου, τι θες να μάθεις;


020.

Δύο παντρεμένες βγήκαν μόνες τους έξω. Κατά τις πρωινές ώρες καθώς γύριζαν σπίτι περπατητές και φέσι και κατουριόντουσαν.

Μπήκαν λοιπόν σε ένα νεκροταφείο να κάνουν την ανάγκη τους.

Η μια σκουπίστηκε πάνω στην κιλότα της και την πέταξε, η άλλη βρήκε μια κορδέλα από στεφάνι και σκουπίστηκε.

Την άλλη μέρα οι άντρες τους:

– Φίλε κάτι άσχημο έκαναν αυτές ψες! Η δικιά μου ήρθε σπίτι χωρίς βρακί.

– Τυχερός είσαι. Η δικιά μου γύρισε με μια κάρτα κολλημένη στον κώλο που έγραφε "ΔΕ ΘΑ ΣΕ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ"!!!


019.

Ο σύζυγος γυρνάει στο σπίτι και βλέπει τη γυναίκα του στο κρεβάτι με άλλον άνδρα.

– Μαρία, τι κάνεις εκεί;

– Βλέπεις; Στο είπα ότι είναι χαζούλης!


018.

– Ποιες γυναίκες προτιμάτε; Τις φλύαρες ή τις άλλες;

– Υπάρχουν και άλλες;


017.

– Γεια σου Λίζα. Πώς πάει ο μεγάλος έρωτάς σου με τον Κώστα;

– Τελείωσε.

– Γιατί, τι έγινε;

– Παντρευτήκαμε.


016.

Ένας άντρας πλησιάζει μια πολύ όμορφη γυναίκα σε ένα μεγάλο σούπερ-μάρκετ, και της λέει:

– Ξέρετε έχω χάσει την γυναίκα μου στο σούπερ-μάρκετ. Μπορείτε να μιλήσετε

μαζί μου για μερικά λεπτά;

– Γιατί; τον ρωτά αυτή.

– Γιατί όποτε μιλώ σε κάποια όμορφη κοπέλα, εμφανίζεται ξαφνικά η γυναίκα

μου από το πουθενά!!!


015.

Μια μέρα στο superarket δυο άντρες είχαν χάσει τις γυναίκες τους. Έτρεχαν λοιπόν από γωνιά σε γωνιά. Κάποια στιγμή συγκρούστηκαν και λέει ο ένας στον άλλο:

– Τι έγινε ρε φίλε τι έπαθες;

– Άσε φίλε έχασα την γυναίκα μου.

– Κι εσύ; Πως είναι η γυναίκα σου;

– Ααα εμένα είναι ψηλή, ξανθιά, φοβερό πρόσωπο, βυζάκι ωραίο, πεταχτό κολαράκι.... Δε μου είπες εσύ πως είναι η γυναίκα σου;

– Καλά χέσε την δικιά μου, πάμε να βρούμε τη δικιά σου.


014.

– Θέλω να χωρίσω την γυναίκα μου, γιατί κάθε βράδυ τρέχει από μπουζούκια σε μπουζούκια!

– Πίνει και γλεντά; Σοβαρό!

– Ούτε πίνει, ούτε γλεντά. Ψάχνει να με βρει.


013.

– Μην πηγαίνεις κάθε βράδυ παιδάκι μου στα κλαμπ, θα κουφαθείς εντελώς.

– Έχω φάει, μαμά, ευχαριστώ!


012.

– Φωνάζει δυνατά η γυναίκα σου κάθε φόρα που έρχεται σπίτι;

– Μπααα. Δε χρειάζεται να φωνάξει! Έχει κλειδιά.


011.

Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς ένα ζευγάρι βρέθηκε σε ένα πηγάδι. Ο άνδρας έσκυψε πάνω από το πηγάδι έκανε μια ευχή και πέταξε ένα νόμισμα.

Ύστερα πήγε και η γυναίκα και πριν προλάβει να πει την ευχή έπεσε μέσα στο πηγάδι. Ο σύζυγος έμεινε για λίγο άφωνος και μετά χαμογέλασε και είπε εντυπωσιασμένος:

– Τελικά αυτό το πηγάδι δουλεύει πραγματικά!


010.

– Αγάπη μου, θέλεις αυτά τα Χριστούγεννα να σου μείνουν αξέχαστα;

– Φυσικά και θέλω!

– Οκ! Χωρίζουμε!


009.

– Εμείς οι δυο θα χωρίσουμε μόνο όταν θα πεθάνουμε.

– Γιατί; λέει εκείνη. Και στον παράδεισο θα είμαστε μαζί.

– Άσε τις αηδίες! Η συμφωνία ήταν μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος!


008.

Μία γυναίκα ρωτάει τον άνδρα της:

– Γιώργο, αν ένα λιοντάρι ορμούσε πάνω σε μένα και στη μητέρα μου, ποιον θα έσωζες πρώτον;

Κι ο άνδρας της απαντά:

– Μα και βέβαια το λιοντάρι!!!


007.

Ένας σύζυγος, ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του επισκέπτεται ένα μέντιουμ και ότι ξοδεύει πάρα πολλά χρήματα με τις επισκέψεις της. Αποφασίζει να επισκεφτεί αυτό το μέντιουμ ως πελάτης. Φτάνοντας, χτυπάει το κουδούνι και μία κυρία απαντάει:

– Καλησπέρα σας.

– Καλησπέρα, του λέει το μέντιουμ.

– Εσείς είστε αυτή που προβλέπει το μέλλον;

– Μάλιστα, απαντάει το μέντιουμ ανυποψίαστο.

Τότε, της ρίχνει μια δυνατή σφαλιάρα και της λέει:

– Ήξερες ότι θα συμβεί αυτό;


006.  

Ο ξενιτεμένος στην Αμερική γιος, γράφει στη μαμά του:                    

– Μαμά, επιτέλους αποκτήσαμε παιδί. Αλλά η γυναίκα μου δεν έχει γάλα και αναγκαστήκαμε να δίνουμε στο μωρό γάλα από μια μαύρη αγελάδα, με αποτέλεσμα κάθε μέρα που περνάει παιδί μας όλο και μαυρίζει.

Και η μητέρα του απαντάει:

– Γιόκα μου, κι εγώ δεν είχα γάλα όταν γεννήθηκες εσύ. Αναγκαστήκαμε να σου δίνουμε γάλα από μαύρη κατσίκα. Αλλά τα κέρατα βλέπω, τώρα τα βγάζεις...


005.  

Είναι η Κατινιώ και ο Μιχαλιός ζευγάρι. Η Κατινιώ πιθανόν είναι έγκυος.                        

– Μιχαλιώ μου μάλλον είμαι έγκυος

– Είσαι σίγουρη Κατινιώ μου, γιατί δεν είναι εποχές για παιδιά, έχουμε οικονομικές δυσκολίες.

– Έτσι νομίζω, θα πάω και στο γιατρό για να σιγουρευτώ.

– Κατινιώ μου δεν είσαι έγκυος, το μωρό δεν είναι μωρό αλλά αέρας.

– Δηλαδή γιατρέ μου είναι ανεμογκάστρι;

– Ναι, Κατινιώ μου!

Μετά από λίγο η Κατινιώ τηλεφωνά χαρούμενη στη δουλειά του άντρα της. Εργαζόταν σε συνεργείο αυτοκινήτου. Τον ζητάει από έναν συνάδελφο του και ο Μιχαλιός έλειπε.

Η Κατινιώ χαρούμενη λέει στον συνάδελφο του άντρα της:

– Όταν έρθει ο Μιχαλιός να του πείτε ότι το μωρό δεν είναι μωρό, αλλά αέρας.

Το μεσημέρι ο Μιχαλιός στεναχωρημένος λέει στη γυναίκα του:

– Τι είναι αυτά που είπες στο συνάδελφό μου;

– Δεν χάρηκες Μιχαλιό μου που δεν είμαι έγκυος;

– Χάρηκα, αλλά μετά από αυτά που είπες στον συνάδελφο μου όλοι μου φωνάζουν:

"Ρε, Μιχαλιό δεν έρχεσαι να φουσκώσεις κανένα λάστιχο;"


004.  

Όταν μια γυναίκα λέει ‘δεν έχω νευριάσει μαζί σου’, είναι σαν να σου λέει ο οδοντίατρος, ‘αυτό δε θα πονέσει’.


003.   

Κουβεντιάζουν δύο φίλοι:

– Βρήκα έναν ψυχίατρο που έκανε καλά εντελώς τη γυναίκα μου από τα νεύρα της.

– Ναι; Πώς τα κατάφερε;

– Της είπε ότι τα νεύρα είναι ένδειξη γηρατειών!


002.  

– Αγάπη μου πες μου κάτι γλυκό… με παράπονο λέει η γυναίκα στον άντρα της.

– Γαλακτομπούρεκο!

– Εεεε…κάτι που δεν τρώγεται!

– Το γαλακτομπούρεκο της μάνας σου.


001.  

Λέει μια γυναίκα στον άντρα της.

Θα χαρίσω τα ρούχα μου σε οικογένειες που πεινάνε.

Εάν τους κάνουνε τα ρούχα σου τότε αποκλείεται να πεινάνε.