ΑΛΕΞΑΝΔΡoΣ ΙΒΑΝΙΔΗΣ
Συγγραφέας  

 

 

017.

Ένα βράδυ, ο Γιωρίκας καθόταν στην πολυθρόνα του και έβλεπε μια ταινία. Ξαφνικά, διακόπτεται το πρόγραμμα, λόγο μιας πτώσης ενός αεροπλάνου. Σαράντα επιβάτες, αγνοούνταν. Την επόμενη μέρα, πάλι στις ειδήσεις, ο Γιωρίκας ακούει:

– Αίσιο τέλος είχε ευτυχώς η περιπέτεια των σαράντα αγνοουμένων, του BOEING 747. Περισυλλέχτηκαν όλοι σώοι.

– Ρε, Σουμέλα, το ήξερες ότι όλοι ήταν σόι; Μάλλον σε γάμο θα πήγαιναν! λέει ο Γιωρίκας στη γυναίκα του Σουμέλα.


016.

Ο Κωστίκας ήταν βοσκός και αποφασίζει να πάει για δουλειά στη Γερμανία, γιατί δεν ήταν ικανοποιημένος με τα λεφτά που έβγαζε. Αφήνει τα πρόβατά του στον Γιωρίκα και φεύγει. Μετά από πολλά χρόνια γυρίζει ο Κωστίκας από την Γερμανία και βρίσκει τον φίλο του τον Γιωρίκα στο καφενείο. Τον ρωτάει με μεγάλη αγωνία τι γίνεται με τα πρόβατά του. Ο Γιωρίκας του απαντάει ότι συνέβησαν 5 αρνητικά και 1 θετικό γεγονός. Πες μου λέει ο Κωστίκας τα αρνητικά που είναι πιο πολλά.

– Θυμάσαι το τσοπανόσκυλο που είχες; Τον Μήτσο;

– Ναι. Τι έπαθε;

– Τον πάτησαν τα πρόβατα πάνω στον πανικό τους και ψόφησε.

– Ποιόν πανικό;

– Πήρε φωτιά το μαντρί.

– Τι; Και πώς πήρε φωτιά το μαντρί;

– Είχαμε ξεχάσει ένα κερί αναμμένο από το μνημόσυνο της μάνας σου.

– Τι; Πέθανε η μάνα μου και δεν μου είπατε τίποτα; Και η μάνα μου πώς πέθανε;

– Από τη στεναχώρια επειδή είχε πεθάνει ο πατέρας σου.

– Πέθανε και ο πατέρας μου και εγώ δεν ξέρω τίποτα; Τέσσερα αρνητικά μου είπες και ένα θετικό. Ποιο είναι το θετικό;

– Θυμάσαι το τεστ που είχες κάνει για ΑΙDS;

– Το θυμάμαι.

– Ε, βγήκε θετικό!


015.

Ο Γιωρίκας ήθελε να αγοράσει ένα αμάξι. Ο Κωστίκας του είπε:

Eάν αγοράσεις το φτηνό το αμάξι και ξεκινήσεις από την Αθήνα για την Κόρινθο στις 7:00 θα είσαι εκεί στις 10:00. Εάν αγοράσεις το ακριβό θα είσαι στις 8:00.

Ο Γιωρίκας αγοράζει το φτηνό και ο Κωστίκας τον ρωτάει:

– Γιατί αγόρασες το φτηνό;

– Γιατί εάν αγόραζα το ακριβό, τι θα έκανα τόσο νωρίς στην Κόρινθο;


014.

Ο Γιωρίκας μπαίνει σ ένα μπαρ στην Αμερική. Δεν ξέρει ούτε λέξη Αγγλικά. Δίπλα του καθόταν ένας Γερμανός, ένας Γάλλος και ένας Ιταλός. Η μπαργούμαν πηγαίνει στον Ιταλό.

– Τι θα πάρετε, τον ρωτάει.

– Ένα Μπλάκ Τζόννυ, απαντάει ο Ιταλός.

Μετά πηγαίνει στον Γάλλο.

– Τι να σας βάλω, τον ρωτάει.

– Ένα Μπλάκ Λέυμπλ, απαντάει ο Γάλλος.

Ο Γιωρίκας έχει πάθει πλάκα. Όλο Μπλάκ ακούει και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Στη συνέχεια η μπαργούμαν ρωτάει τον Γερμανό.

– Ένα Black and White, απαντάει εκείνος.

Ο Γιωρίκας τα έχει πάρει. Ξαφνικά η μπαργούμαν έρχεται στο μέρος του.

– Εσάς τι να σας φέρω, του λέει.

– Ένα...Ένα...Ένα Μπλάκεντέκερ......


013.

Γιατί κουνούσε το μαντήλι του ο Κωστίκας βλέποντας ένα ναυάγιο, όταν ήταν καπετάνιος του ναυαγοσωστικού πλοίου;

– Γιατί νόμιζε ότι οι ναυαγοί που πνιγόντουσαν και κουνούσαν τα χέρια τους τον ... χαιρετούσαν!


012.

Δύο πόντιοι κάνουν βόλτα και βλέπουν πάνω σε μια γέφυρα δύο να ψαρεύουν.

Ο ένας κρατούσε τον άλλο από τα πόδια, ο οποίος κρεμόταν από τη γέφυρα στο ποτάμι και με μια απόχη έβγαζε ένα ψάρι σε κάθε του προσπάθεια!

Αυτό τους έκανε μεγάλη εντύπωση και λέει ο ένας στον άλλο:

– Ρε, συ!

– Αυτή είναι δουλειά!!

– Τι χρειαζόμαστε παρά μια απόχη;

Πάνε λοιπόν αγοράζουν μια απόχη, βρίσκουν μια γέφυρα παρακάτω και ξεκινούν.

Πιάνει ο ένας τον άλλο από τα πόδια, τον κρατάει ανάποδα και αυτός αρχίζει να ψαρεύει με την απόχη.

Στη μισή ώρα ο πάνω ρωτάει:

– Τι γίνεται, ρε;

– Τίποτα.

Στη μία ώρα τα ίδια.

– Τι γίνεται ρε;

– Τίποτα.

Οπότε σε κάποια στιγμή αυτός που ψάρευε άρχισε να φωνάζει.

– ΤΡΑΒΑ ΡΕΕΕ!!!

– Τι έγινε, έπιασες τίποτα;

– ΤΡΑΒΑ ΜΕ ΣΟΥ ΛΕΩ ΡΕΕΕΕ!

– Καλά, ρε, πώς κάνεις έτσι;

– ΤΡΑΒΑ ΡΕ ΚΑΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΤΡΕΝΟΟΟ!


011.

Ο Γιωρίκας δουλεύει σ’ ένα γραφείο στο κέντρο της πόλης. Από το απέναντι κτίριο βλέπει κάποιον να πέφτει από την ταράτσα. Πέφτει και αναπηδάει στο έδαφος χωρίς να πάθει τίποτα. Αυτό επαναλαμβανόταν κάθε μέρα ώσπου πήγε και τον βρήκε.

– Σε βλέπω κάθε μέρα να πέφτεις από την ταράτσα και να μην παθαίνεις τίποτα. Πως το κάνεις αυτό;

– Μα, είναι απλό. Όταν πέφτεις και μέχρι που φτάσεις κάτω πρέπει να λες συνέχεια, είμαι μπαλάκι, είμαι μπαλάκι. Βασικό πρέπει να το νιώθεις κιόλας.

– Μόνο αυτό;

– Ναι, μόνο αυτό, και όταν αισθανθείς έτοιμος δοκίμασέ το και εσύ.

Ο Γιωρίκας την άλλη μέρα πηγαίνει στην ταράτσα του δικού του κτιρίου και ορμάει στο κενό. Όσο πέφτει λέει.

– Είμαι μπαλάκι, είμαι μπαλάκι, είμαι μπαλάκι ή μήπως είμαι αυγό;;;


010.

Ήταν ο Τζακ, ο Μάρκο και ο Κωστίκας και τους κυνηγούσε μια γερμανική περίπολος. Δεν ήξεραν που να κρυφτούν ώσπου έφτασαν σε μια στάνη. Ζητάνε από΄ τον βοσκό να κρυφτούν στη στάνη του. Τους άφησε και μπήκαν. Ο Τζακ κρύφτηκε σ΄ ένα βαρέλι, ο Μάρκο σε μια κούτα και ο Κωστίκας σ΄ ένα τσουβάλι. Μετά από λίγη ώρα φτάνει η περίπολος και λένε στον βοσκό:

– Είδες 3 άντρες να περνούν από ΄δω;

– Όχι δεν είδα κανέναν.

Τους φάνηκε λίγο ύποπτος και του λένε:

– Για άνοιξε τη στάνη σου να δούμε!

Μπαίνουν μέσα και βλέπουν το βαρέλι. Το χτυπάνε και ακούνε τον Τζακ να λέει:

– ΓΑΒ, ΓΑΒ.

– Σκύλος θα ΄ναι, σκέφτηκαν. Μετά χτυπάνε την κούτα και ακούνε τον Μαρκο:

– Νιάου, Νιάου.

– Γάτα θα ΄ναι σκέφτηκαν. Έπειτα χτυπάνε το τσουβάλι και ακούνε:

– Π Α Τ Α Τ Ε Σ!


009.

Ο Γιωρίκας τα έχει βαρεθεί όλα. Ζει στη Γερμανία και πουλάει την περιουσία του για ν’ ασχοληθεί με την εκκλησία. Αποφασίζει μάλιστα ν’ αφοσιωθεί με την καθολική εκκλησία. Μετά από κάποια χρόνια και με πολύ υπομονή και επιμονή γίνεται το δεξί χέρι του πάπα. Δυο χρόνια μετά, μια Παρασκευή, αυτός πεθαίνει. Η σύνοδος που ακολουθεί ζητάει να κρατήσουν όλοι τον θάνατο κρυφό, γιατί δεν προλαβαίνουν να προετοιμαστούν και να τον ανακοινώσουν τη Δευτέρα. Τότε ο Γιωρίκας τηλεφωνεί στον φίλο του Κωστίκα.

– Έλα φίλε. Κάνε ό,τι σου πω. Πούλα τα όλα και πόνταρέ τα στο στοίχημα στο ό,τι τη Δευτέρα θα πεθάνει ο πάπας.

– Γιατί;

– Μη ρωτάς τίποτα, απλά καν’ το.

Τη Δευτέρα ανακοινώνεται ο θάνατος και αφού γίνονται όλα τα τελετουργικά, ο Γιωρίκας, φεύγει για το χωριό του στην Ελλάδα. Βρίσκει τον φίλο του σε άθλια κατάσταση στο καφενείο.

– Τι έγινε; Έκανες ό,τι σου είπα;

– Ναι…

– Και;

– Τον πάπα τον έπιασα, την Τσέλσι έχασα… 


008.

Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας κάθονται στο καφενείο του χωριού. Ο Κωστίκας είναι αμίλητος και στεναχωρημένος και έτσι ο φίλος του τον ρωτά.

– Τι έχεις, ρε;

– Θυμάσαι εκείνο το χωράφι μου; Δεν ξέρω τι να το κάνω!

– Να το σπείρεις! Τι άλλο;

– Ναι, αλλά τι;

– Σιτάρι, φίλε! Σπέρνεις μια φορά, θερίζεις και τέλειωσες. Λεφτά χωρίς πολύ δουλειά.

Την άλλη μέρα συναντιούνται πάλι στο καφενείο και ο Κωστίκας λέει.

– Το αποφάσισα! Θα σπείρω σιτάρι.

– Φιλαράκι λάθος κάναμε. Καλύτερα μπαμπάκι. Έχει βέβαια λίγο πιο πολύ δουλειά, αλλά έχει και περισσότερα χρήματα. Και επιδοτήσεις!

Την άλλη μέρα συναντιούνται πάλι και ο Κωστίκας λέει.

– Τελικά είχες δίκιο! Μπαμπάκι θα σπείρω.

– Και αυτό είναι λάθος κίνηση φίλε. Το καλύτερο είναι να βάλεις κότες. Αυγά κάθε μέρα! Δηλαδή, λεφτά κάθε μέρα!

– Αυτό θα κάνω!

Περνούν δυο εβδομάδες και ο Κωστίκας είναι άφαντος. Ο φίλος του αρχίζει ν’ ανησυχεί, ώσπου κάποια στιγμή τον βλέπει να μπαίνει στο καφενείο αξύριστος και τρισάθλιος.

– Τι έγινες εσύ; Πού χάθηκες;

– Άσε βρε! Πολύ ζόρι!

– Γιατί τι έγινε;

– Οι κότες!

– Έβαλες κότες; Και;

– Ή πολύ βαθιά τις έβαλα ή πολύ νερό ρίχνω…


007.

Πάει μία μέρα στο σχολείο ο Κωστίκας, και του λέει ο δάσκαλος πως έχουν προφορικές εξετάσεις. Μετά από αρκετή ώρα φτάνει η σειρά του Κωστίκα. Μπαίνει στην αίθουσα, και ο δάσκαλος τον ρωτάει:

– Ποιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος στη γη;

– Ο Αδάμ και η Εύα.

– Σωστά!

– Πότε ανεξαρτοποιήθηκε η Ελλάδα;

Το 1821.

– Θα πέσει κανένας μετεωρίτης στη γη;

– Το μελετά η επιστήμη.

Μπράβο παιδί μου πέρασες!

Όταν γύρισε ο Κωστίκας στο σπίτι του, του τηλεφώνησε ο Γιωρίκας και τον ρώτησε:

– Δε μου λες τις απαντήσεις για το τεστ;

Στην πρώτη ερώτηση θα πεις (ο Αδάμ και η Εύα),στη δεύτερη (το 1821), και στην τρίτη (το μελετά η επιστήμη).

Την επόμενη μέρα. Φτάνει η σειρά του Γιωρίκα που μπαίνει στην αίθουσα και τον ρωτάει ο δάσκαλος:

– Πώς σε λένε;

– Αδάμ και Εύα

– Πότε γεννήθηκες;

– Το 1821

– Είσαι τρελό παιδί μου;

– Το μελετά η επιστήμη!!!


006.

Ο Γιωρίκας με τον Κωστίκας στέκονται στο μετρό της Νέας Υόρκης. Κάποιος κύριος πέφτει πάνω στον Γιωρίκα.

– Όμορφαααα, του λέει αυτός.

Μετά από λίγο ξαναγίνεται το ίδιο.

– Όμορφααα, του λέει πάλι ο Γιωρίκας.

Το συμβάν επαναλαμβάνεται πολλές φορές με τον Γιωρίκα να του λέει το ίδιο. Έτσι ο Κωστίκας λέει στον φίλο του.

– Πρέπει να του μιλήσεις Αγγλικά. Ελληνικά δεν καταλαβαίνει.

Ο Γιωρίκας κουνάει καταφατικά το κεφάλι του και όταν ο κύριος ξαναπέφτει πάνω του, του λέει.

– Beautifulll!


005.

Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας είναι άνεργοι. Κάποια στιγμή ο Κωστίκας λέει.

– Δε γίνεται έτσι. Πρέπει να χωρίσουμε και να ψάξουμε να βρούμε δουλειά μόνοι μας. Μετά από έναν χρόνο θα ξανασυναντηθούμε για να πούμε τι κάναμε.

Μετά από έναν χρόνο συναντιούνται στο ίδιο καφέ. Ο Γιωρίκας πάλι άνεργος, ενώ ο Κωστίκας βρίσκεται εκεί έχοντας κιόλας αγοράσει ποδήλατο.

– Κυνηγάω αρκούδες. Καν’ το και εσύ. Καλά λεφτά!

Το συγκεκριμένο γεγονός επαναλαμβάνεται και τα επόμενα χρόνια με τη διαφορά ότι κάθε χρόνο ο Κωστίκας είναι οικονομικά καλύτερα.

– Και πως θα κυνηγήσω αρκούδες;

– Είναι απλό. Θ’ ανέβεις σε μια πλαγιά βουνού. Θα βρεις μια σπηλιά και αφού σταθείς μπροστά της θα φωνάξεις, ου! Ου εσύ, ου αυτή, ου εσύ, ου αυτή, θα βγει η αρκούδα και θα της ρίξεις! Τρελά λεφτά!

Μετά από μια μέρα μαθαίνει ότι ο Γιωρίκας βρίσκεται στο νοσοκομείο σε άθλια κατάσταση. Τον επισκέπτεται και τον βρίσκει γεμάτο επιδέσμους.

– Τι έπαθες; Πως είσαι έτσι; Τι έγινε;

– Άντε μωρέ με τη δουλειά που μου είπες!

– Γιατί;

– Ανέβηκα σ’ ένα βουνό και βρήκα μια σπηλιά. Στάθηκα μπροστά της και ου εγώ, ου αυτό, βγήκε το τρένο και με πάτησε!


004.

Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας δουλεύουν στη ΝΑΣΑ. Καθαρίζουν τα γραφεία, ώσπου ο Κωστίκας βρίσκει ένα βαρέλι μ’ ένα λευκό παχύρευστο υγρό. Το δοκιμάζει και φωνάζει.

– Γιωρίκα έλα, γιαούρτι.

Κι έτσι το τρώνε όλο!

Στις τρεις το βραδύ χτυπάει το τηλέφωνο του Γιωρίκα.

– Ναι.

– Έλα ρε, ο Κωστίκας είμαι.

– Τι συμβαίνει; Γιατί μου τηλεφώνησες ξημερώματα;

– Αυτό που φάγαμε χθες δεν ήταν γιαούρτι αλλά αναφλεγόμενη ύλη πυραύλων!

– Τι λες τώρα;

– Ναι, όντως και φρόντισε να μην κλάσεις!

– Γιατί;

– Γιατί σου τηλεφωνώ απ’ το Τόκιο!


003.

Ο Γιωρίκας γυρνά από την Αμερική και με καμάρι λέει στον Κωστίκα:

– Κωστίκα δεν σου είπα έχω AIDS.

– Σκασίλα μου και εγώ έχω AUDI.


002.

Πάει στο σπίτι της Συμέλας ο Κωστίκας για να τη ζητήσει για γυναίκα του. Η μητέρα της βάζει να φάνε. Ο σκύλος του σπιτιού πάει και κάθεται κάτω απ’ την καρέκλα του Κωστίκα.

Όταν τελειώνουν το φαγητό ήρθε στον Κωστίκα να κλάσει. Σφίγγεται, σφίγγεται και του φεύγει τελικά μια μικρή. Πριτς. Τότε η μέλλουσα πεθερά του γυρίζει και λέει προς τον σκύλο.

– Πρόσεχε Τζακ!

Ο Κωστίκας νιώθει αγαλλίαση, γιατί βλέπει ότι η πεθερά του νόμισε ότι αυτό που άκουσε το έκανε ο σκύλος. Μετά όμως από λίγο του έρχεται πάλι. Σφίγγεται και του φεύγει μια λίγο πιο δυνατή. Πριιιτς.

– Πρόσεχε Τζακ! Και πάλι η πεθερά του.

Εντάξει, αφού και πάλι νόμισε ότι ο σκύλος έκλασε. Τότε όταν του ξαναέρχεται δε σφίγγεται καθόλου. Πρατς πολύ δυνατά!

– Πρόσεχε Τζακ, θα σε χέσει ο κύριος!


001.  

Ήταν δυο φίλοι. Ο ένας έλεγε ανέκδοτα και ο άλλος ήταν Πόντιος.

– Άκου ένα ανέκδοτο.

– Οκ αλλά αν είναι για Πόντιους δεν θέλω ν’ ακούσω.

– Σίγουρα.

– Κανόνισε…

– Όχι σου λέω. Άκου.

– Οκ. Πες.

– Ήταν δυο Ινδιάνοι. Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας…