ΑΛΕΞΑΝΔΡoΣ ΙΒΑΝΙΔΗΣ
Συγγραφέας  

 

 

 

015.

Η Νικολέτα μπαίνει στο σπίτι φανερά στεναχωρημένη. Μόλις τη βλέπει η μητέρα της λέει.
– Τι έπαθες κορίτσι μου;
– Ο Νίκος…
– Τι έγινε; Σου ζήτησε να χωρίσετε;
– Όχι! Να παντρευτούμε!
– Τι; Αυτό είναι χαρμόσυνο γεγονός! Γιατί είσαι έτσι;
– Ναι; Μου είπε ότι δεν πιστεύει στον Θεό. Ούτε καν ότι υπάρχει κόλαση.
– Μη στεναχωριέσαι αγάπη μου. Παντρέψου τον εσύ και θα φροντίσω εγώ ν’ αναθεωρήσει τις απόψεις του σχετικά με την κόλαση.


014.

Μπαίνει ένας κύριος σ’ ένα κατάστημα με νυφικά κοιτάζοντας γύρω του ανήσυχος.

– Ψάχνετε να βρείτε νυφικό για τη μέλλουσα γυναίκα σας; Τον ρωτά η πωλήτρια.

– Όχι κυρία μου. Είμαι πέντε χρόνια παντρεμένος.

– Τότε τι ψάχνετε;

– Ζουρλομανδύα για την πεθερά μου.

 


013.

Μπαίνει ένας τύπος σοβαρός και εκνευρισμένος σ’ ένα κατάστημα με είδη κυνηγιού.

– Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Λέει ο υπάλληλος.

– Θα ήθελα δυο δίκαννα με καμιά εκατοσταριά φυσίγγια, ένα περίστροφο, τέσσερα μεγάλα μαχαίρια, δυναμίτη και εάν υπάρχει και καμιά χειροβομβίδα…

– Τι λέτε τώρα κύριε; Σοβαρολογείτε; Τι θα τον κάνετε τόσο οπλισμό;

– Έρχεται επίσκεψη η πεθερά μου.

– Έχω και κανόνι στο υπόγειο!


012.

Μια βδομάδα μετά το γάμο, η γυναίκα ξυπνάει τον άντρα της, πριν καλά καλά χαράξει.

– Αγάπη μου, έμαθα τα ευχάριστα νέα και σε ξύπνησα άρον άρον να σου τα πω. Σε λίγο καιρό θα είμαστε τρεις στο σπίτι.

Παρά το άγριο ξύπνημα, ένα τεράστιο χαμόγελο ευτυχίας σχηματίζεται στο πρόσωπο του άντρα.

– Αλήθεια κούκλα μου; Είσαι σίγουρη για το χαρμόσυνο αυτό νέο;

– Ναι, διάβασε το τηλεγράφημα που μόλις μου ήρθε:

– "Έρχομαι απόψε με το τρένο των δέκα STOP Φιλιά STOP Η μαμά σου STOP".


011.

– Γρήγορα κύριε αστυφύλακα, άνοιξε το κρατητήριο και ρίξε με μέσα.

Γιατί;

– Έσπρωξα την πεθερά μου για να πέσει στη θάλασσα και να πνιγεί.

– Και την έπνιξες;

– Όχι. Γι’ αυτό σου λέω. Κλείσε με μέσα...


010.

Η σύζυγος λέει στον άντρα της που είναι φορτηγατζής και πεθερόπληκτος.

– Αγάπη μου είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που θα πας τη μαμά μου με το φορτηγό στη Θεσσαλονίκη.

– Ε, θα πήγαινα που θα πήγαινα. Δεν είναι ωραίο εξάλλου να ταξιδεύεις μόνος, ιδίως με τέτοιο φορτίο.

– Αλήθεια τι μεταφέρεις; Ρωτάει η σύζυγος.

– Ω, τίποτα σπουδαίο! Δύο-τρεις τόνους δυναμίτη και νιτρογλυκερίνη! Πού ξέρεις;


009.

Βρίσκονται δύο φίλοι μετά από χρόνια:

–...φέτος πέθανε και η πεθερά μου, λέει ο ένας.

– Σοβαρά; Εγώ τη θυμάμαι υγιέστατη και ακμαία! Τί έπαθε;

– Να, μια μέρα εκεί που καθόταν στην κουνιστή της πολυθρόνα, κάνει μια δυνατή μπρος και πέφτει μέσα στο τζάκι!

– Ωχ! Και κάηκε ζωντανή;

– Όχι, όχι. Λίγο άρπαξε το κεφάλι της! Αλλά από τον φόβο της κάνει πίσω και πέφτει πάνω στο σκρίνιο. Όλα τα ποτήρια και τα πιάτα διαλύθηκαν!

– Πωπώ! Χάλια τρόπος να πεθάνεις! Μέσα στα γυαλιά και στα αίματα.

– Α, όχι, δεν πέθανε έτσι. Με την φόρα που είχε πάει και πέφτει στο κρυστάλλινο τραπέζι!

– Τι σε εκείνο το μεγάλο το κρυστάλλινο; Εκεί πέθανε;

– Όχι, όχι, το τραπέζι διαλύθηκε και με την φόρα που είχε σπάει την μπαλκονόπορτα και πέφτει από τα κάγκελα.

– Πώπω! Και μένεις και 4ο όροφο. Σίγουρα σκοτώθηκε με αυτό.

– Όχι, ο αποκάτω μόλις είχε βάλει την καινούρια του τέντα, και έτσι έκανε ένα γκελ πάνω της και ξαναγυρνά από την μπαλκονόπορτα και πέφτει πάνω στο κρυστάλλινο φωτιστικό.

– Και έτσι πέθανε;

– Όχι, όχι. Εγώ την πυροβόλησα, γιατί θα μας διέλυε τελείως το σπίτι!


008.

Κάποιος, πηγαίνοντας στη δουλειά του βλέπει ένα πλήθος ανθρώπων να περπατάει. Κοιτάζοντας στην "κεφαλή" της πορείας, βλέπει ένα φέρετρο, από πίσω του έναν κύριο με ένα σκυλάκι και μετά ακολουθεί το πλήθος. Πλησιάζει απορημένος τον κύριο και τον ρωτάει:

– Τι γίνεται εδώ, ρε, φίλε;

– Άσε, του λέει αυτός, πέθανε η πεθερά μου.

– Σώπα, ρε, κακόμοιρε... Και, αν επιτρέπεται, πώς;

– Τη δάγκωσε το σκυλάκι μου...

– Τι μου λες; Μπορείς να μου το δανείσεις για απόψε;

– Μπες στην ουρά!


007.

Ένας άντρας παίρνει το παρακάτω τηλεγράφημα:

"Πεθερά νεκρή. Παρακαλώ ενημερώστε αν θέλετε ταφή, αποτέφρωση ή ταρίχευση."

Οπότε εκείνος στέλνει την απάντηση:

"Ας μην το ρισκάρουμε. Και τα τρία παρακαλώ."


006.

Δυο φίλοι δουλεύουν στο ίδιο γραφείο μέχρι αργά. Ξαφνικά ο ένας πετάγεται αναστατωμένος και λέει:

– Ωχ! Ρε, συ! Έχω αργήσει! Πρέπει να πάω στην κηδεία της πεθεράς μου!

– Τι λες, ρε, φίλε; Όλα κι όλα! Πρώτα η δουλειά και μετά η διασκέδαση!


005.

Ο πεθερός λέει στον γαμπρό του, που είναι πολύ διαχυτικός:

– Μόλις αρραβωνιαστήκατε κι έχετε τόσες οικειότητες; Εγώ όταν αρραβωνιάστηκα την πεθερά σου καθόμουν στη μια άκρη του δωματίου κι αυτή στην άλλη.

Κι ο αρραβωνιαστικός, κοιτάζοντας λοξά την πεθερά, απαντά:

– Κι εγώ στη θέση σου πατέρα, το ίδιο θα έκανα!


004.

Γιατί ήταν ευτυχισμένοι οι πρωτόπλαστοι;

– Επειδή δεν είχαν πεθερά!! 


003.

Ένας βλέπει να κουβαλάνε ένα φέρετρο στα χέρια, αλλά το περίεργο είναι ότι το πάνε γερμένο στο πλάι. Προβληματισμένος πλησιάζει έναν από τους τεθλιμμένους συγγενείς:

– Ποιον πάτε για θάψιμο;

– Την πεθερά μου

– Και, γιατί στο πλάι;

(κι ο άλλος , στο ψιθυριστό)

– Σώπα! Αν το γυρίσουμε κανονικά θα αρχίσει να ροχαλίζει…


002.

– Έχω να μιλήσω στην πεθερά μου 25 χρόνια!

– Ουαου! Πώς το κατάφερες αυτό;

– Δε θέλει να τη διακόπτω!


001.

Ήταν μια πεθερά και είχε 3 γαμπρούς. Ο ένας την αγαπούσε πολύ, ο άλλος πιο λίγο και ο άλλος καθόλου. Θέλοντας να δει ποιος την αγαπάει περισσότερο αποφάσισε να πάει στη θάλασσα με τον κάθε έναν από αυτούς. Πάει με τον πρώτο, μπαίνει στην θάλασσα και κάνει πως πνίγεται τότε ο γαμπρός της την έσωσε . Την άλλη μέρα βρήκε έξω από το σπίτι του μια Mercedes κι ένα σημείωμα.

"Σε ευχαριστώ που μ έσωσες, η πεθερά σου".

Την άλλη εβδομάδα πάει με τον δεύτερο κάνοντας το ίδιο κόλπο. Ο γαμπρός της την έσωσε και την άλλη μέρα βρήκε έξω από το σπίτι μια Mercedes με το ίδιο σημείωμα.

Πάει με τον τρίτο την άλλη εβδομάδα. Η πεθερά του κάνει πως πνίγεται αλλά αυτός δεν την έσωσε και αυτή πνίγεται. Την άλλη μέρα στην κηδεία βρίσκει έξω από το σπίτι του 3 Mercedes και το μήνυμα.

"Σε ευχαριστώ που με έσωσες, ο πεθερός σου".